Όταν φτάσεις στην ηλικία των 30 πλην, σε περιμένει μεγάλο λούκι. Όχι τόσο για σένα. Για όλους γύρω σου.
Τελικά γίνεται και δικιά σου θηλειά.
Να σου επισημάνω ότι χρειάζεται αν δεν έχεις σχέση να αποκτήσεις, μέσα σε ένα χρόνο να συζήσεις, να παντρευτείς και να γίνεις μάνα, γιατί, μετά τα πρώτα άντα απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος σε κοινωνικές συναναστροφές όπου η μάνα συναντά την τρίτη ξαδέλφη από τη μεριά του πατέρα σου και δίνει λόγο γιατί δεν είσαι παντρεμένη και δεν σπρώχνεις παιδικά καροτσάκια.
Η Λέλα, εκείνη την Παρασκευή, κουρασμένη από τη δουλειά, μπαίνει στο πατρικό σπίτι, που τελευταία της είχε γίνει στενός κορσές, κατά τις 21.30. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ξεκινά η μάνα να ξεφουρνίζει τα γενόμενα της κηδείας του γερο-Κωστή που έγινε το πρωί. Ποιος έκλαιγε υποκριτικά, ποιος έδωσε στεφάνι και ποια παρευρέθηκε χωρίς το σύζυγο γιατί είναι στα χωρίσματα. Κι η κουβέντα φτάνει στο επίμαχο σημείο. Το ξέρει η Λέλα, το αισθάνεται πού πάει ο μονόλογος της μάνας
«Ξέρεις ότι ο Πετράκης, ο γιος της κυρα-Τασούλας, είναι διπλωμάτης, έχει δικό του γραφείο στις Βρυξέλλες κι επιστρέφει Ελλάδα για τις διακοπές; Δεν παντρεύτηκε μωρέ ούτε αυτός (ούτε εσύ, ξύπνα!). Δυναμικός άντρας που μπορεί να στήσει σπιτικό, να κρατήσει οικογένεια. Πολύ με την καριέρα του το παιδί, γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε. Έχει και δικό του διαμέρισμα. Άξιο παλικάρι. Τι θα έλεγες να τον συναντούσες να τα πείτε;»
Ο πατέρας της δίπλα χλαπακιάζει ακόμα τα φασόλια γιαχνί, μιας κι έτσι έχει μάθει τόσα χρόνια να την παλεύει. Καταπίνοντας τα λόγια μαζί με το φαΐ.
Σηκώνεται η Λέλα μασώντας ακόμα, πάει το πιάτο στο νεροχύτη και βιάζεται να κλείσει πίσω της την πόρτα του δωματίου.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν θα αντιληφθεί η Ελληνίδα μάνα το άγχος που γεμίζει το κεφάλι του παιδιού της με τα κατανάγκην πατρολογήματα και τα νοικοκυριά με το στανιό. Αν το αντιληφθεί, θα μειωθούν τα διαζύγια, θα υπάρχουν περισσότερες ευτυχισμένες οικογένειες και δε θα γεμίζει τύψεις το άτομο που επιλέγει τη μοναχικότητα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, κι εσύ μεγάλωσες με την ίδια κουλτούρα.
Όταν έρχεσαι σε σύγκρουση με αυτή την κουλτούρα, κάτι μέσα σου σπάει, διχάζεσαι. Ένα μέρος του εαυτού σου διαφωνεί με το άλλο.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν προγραμμάτιζες να γίνεις πρώτη φορά μάνα στα 38 σου αλλά από την άλλη δεν ήταν ότι σου έκατσε ο Γιάννης ο μεγαλοδικηγόρος, ούτε κι ο Γιώργης ο χρηματιστής. Ο Σιφαλιός που είχε τις πολλές ελιές και τα μεγάλα αμπέλια δεν ήθελε παντρειά και τον έδιωξες κακήν κακώς μετά τα τρία χρόνια σχέσης. Δεν τα βρήκατε, πώς να το κάνουμε;
Παραγγελιά είναι το αρσενικό, να φτάνει με μαύρη λιμουζίνα και ένα καλάθι σοκολατάκια με γέμιση σπερματοζωάριο, με ενεργοποιημένο βιολογικό ρολόι σε εμφανές σημείο σαν αξεσουάρ, και δώρο πατρικό ένστικτο;
Η ηρωίδα μας λοιπόν πάει στη γιαγιά την επομένη πουρνό-πουρνό. Η γιαγιά ήδη είχε προλάβει να ταΐσει τις κότες, να ζυμώσει τα ψωμιά, να ποτίσει τις ντομάτες και να τσακωθεί με τη γειτόνισσα. «Κάτσε να μας φτιάξω καφέ. Καιρό έχουμε να τα πούμε».
Μετάφραση: «Κάτσε να σου πω το φλυτζάνι. Καιρό έχω να σε πρήξω».
«Αμάν αμάν τι βλέπω εδώ; Δρόμο βλέπω, μεγάλο δρόμο, μπορεί και αεροπλάνο. Κάποιος θα έρθει να σε συναντήσει. Να το. Το βλέπεις; Ένα «Π» σχηματίζεται. Ψηλός, ανοιχτόχρωμος φαίνεται, λεβέντικη κορμοστασιά, μεγάλο επαγγελματικό υπόβαθρο το «Π» σου. Ξέρουμε κανέναν από «Π»; Να δεις που ο Πετράκης θα ναι, ο γιόκαρος της Τασούλας ντε!»
Ο πελεκάνος θα ‘ναι, γιαγιά, που μου φτιάχνει το ράφι. «Π», Πελεκάνος. Βλέπεις καθόλου και το «Ρ»; Ράφι! Ανοιχτόχρωμο θα ‘ναι από ξύλο Σουηδίας ή πεύκο. Θα δω ποιο είναι πιο οικονομικό.
Αυτό που η μάνα επικοινωνεί με τη γιαγιά, τις θειάδες και όλες τις ξαδέλφες για να σου κάνουν τα νεύρα κρόσια ποτέ δεν το κατάλαβες. Πολύ πιθανόν αυτές να εφηύραν τα σήματα μορς και τα πυροτεχνήματα κινδύνου.
Αποφασίζεις λοιπόν να κάνεις το ψυχικό και να πας στον έρμο τον καφέ με τον Πετράκη.
Έχεις πια όλες τις απαντήσεις για τη μάνα, τη γιαγιά και την κάθε μάνα Τασούλα.
Ο Πετράκης δεν παντρεύτηκε γιατί είναι αντρικό τσόκαρο, φαλλοκράτης και κοντός. Έχει καταφέρει όσα κατάφερε γιατί έγλυφε κώλους και έφυγε από την Ελλάδα επειδή τον εξόρισαν λόγω πανούκλας στο μυαλό. Οι διακόσιες χιλιάδες που έχει στην τράπεζα είναι σε δάνειο που το έκανε για να έχει διαμέρισμα με τζακούζι και φωτορυθμικά στο ταβάνι. Τόσο άξιος να στήσει σπιτικό. Το θέμα όμως είναι τι βάζει στα θεμέλια.
Αν μπορείς να βάζεις τις σκέψεις σου σε σειρά και να γελάς με την κολλημένα παρανοϊκή στάση της μάνας σου, τότε θα επιζήσεις. Υπάρχουν όμως και φορές που η φωνή της μάνας αντιλαλεί στα τοιχώματα των σκέψεων σου και γίνεται δικό σου άγχος, τύψεις που τελικά δεν κράτησες κάποια από τις σχέσεις σου να αποκατασταθείς κι εσύ.
Θα σου πω τι θα κάνεις.
Κάθε πρωί για ένα μήνα θα βάζεις δύο φορές στη διαπασών το «μωρό μου δεν παντρεύομαι πριν από τα 30» μέχρι να το χωνέψει η μάνα σου. Κάθε μεσημέρι θα της θυμίζεις ποιος χώρισε, ποιόν κεράτωσαν και ποιος τελικά έχει τρία παιδιά χωρίς πατέρα που τα μεγαλώνει η γιαγιά που έχει και τα αρθριτικά της και είναι συνομήλικη της δικής σου μάνας.
Όλα αυτά να τα λες με ύφος σαν να τους λυπάσαι και μακαρίζοντας που δεν είσαι τη θέση τους.
Το βράδυ να πίνεις μια ρακί και να ξαπλώνεις.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Τελικά γίνεται και δικιά σου θηλειά.
Να σου επισημάνω ότι χρειάζεται αν δεν έχεις σχέση να αποκτήσεις, μέσα σε ένα χρόνο να συζήσεις, να παντρευτείς και να γίνεις μάνα, γιατί, μετά τα πρώτα άντα απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος σε κοινωνικές συναναστροφές όπου η μάνα συναντά την τρίτη ξαδέλφη από τη μεριά του πατέρα σου και δίνει λόγο γιατί δεν είσαι παντρεμένη και δεν σπρώχνεις παιδικά καροτσάκια.
Η Λέλα, εκείνη την Παρασκευή, κουρασμένη από τη δουλειά, μπαίνει στο πατρικό σπίτι, που τελευταία της είχε γίνει στενός κορσές, κατά τις 21.30. Κατά τη διάρκεια του δείπνου ξεκινά η μάνα να ξεφουρνίζει τα γενόμενα της κηδείας του γερο-Κωστή που έγινε το πρωί. Ποιος έκλαιγε υποκριτικά, ποιος έδωσε στεφάνι και ποια παρευρέθηκε χωρίς το σύζυγο γιατί είναι στα χωρίσματα. Κι η κουβέντα φτάνει στο επίμαχο σημείο. Το ξέρει η Λέλα, το αισθάνεται πού πάει ο μονόλογος της μάνας
«Ξέρεις ότι ο Πετράκης, ο γιος της κυρα-Τασούλας, είναι διπλωμάτης, έχει δικό του γραφείο στις Βρυξέλλες κι επιστρέφει Ελλάδα για τις διακοπές; Δεν παντρεύτηκε μωρέ ούτε αυτός (ούτε εσύ, ξύπνα!). Δυναμικός άντρας που μπορεί να στήσει σπιτικό, να κρατήσει οικογένεια. Πολύ με την καριέρα του το παιδί, γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε. Έχει και δικό του διαμέρισμα. Άξιο παλικάρι. Τι θα έλεγες να τον συναντούσες να τα πείτε;»
Ο πατέρας της δίπλα χλαπακιάζει ακόμα τα φασόλια γιαχνί, μιας κι έτσι έχει μάθει τόσα χρόνια να την παλεύει. Καταπίνοντας τα λόγια μαζί με το φαΐ.
Σηκώνεται η Λέλα μασώντας ακόμα, πάει το πιάτο στο νεροχύτη και βιάζεται να κλείσει πίσω της την πόρτα του δωματίου.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν θα αντιληφθεί η Ελληνίδα μάνα το άγχος που γεμίζει το κεφάλι του παιδιού της με τα κατανάγκην πατρολογήματα και τα νοικοκυριά με το στανιό. Αν το αντιληφθεί, θα μειωθούν τα διαζύγια, θα υπάρχουν περισσότερες ευτυχισμένες οικογένειες και δε θα γεμίζει τύψεις το άτομο που επιλέγει τη μοναχικότητα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, κι εσύ μεγάλωσες με την ίδια κουλτούρα.
Όταν έρχεσαι σε σύγκρουση με αυτή την κουλτούρα, κάτι μέσα σου σπάει, διχάζεσαι. Ένα μέρος του εαυτού σου διαφωνεί με το άλλο.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν προγραμμάτιζες να γίνεις πρώτη φορά μάνα στα 38 σου αλλά από την άλλη δεν ήταν ότι σου έκατσε ο Γιάννης ο μεγαλοδικηγόρος, ούτε κι ο Γιώργης ο χρηματιστής. Ο Σιφαλιός που είχε τις πολλές ελιές και τα μεγάλα αμπέλια δεν ήθελε παντρειά και τον έδιωξες κακήν κακώς μετά τα τρία χρόνια σχέσης. Δεν τα βρήκατε, πώς να το κάνουμε;
Παραγγελιά είναι το αρσενικό, να φτάνει με μαύρη λιμουζίνα και ένα καλάθι σοκολατάκια με γέμιση σπερματοζωάριο, με ενεργοποιημένο βιολογικό ρολόι σε εμφανές σημείο σαν αξεσουάρ, και δώρο πατρικό ένστικτο;
Η ηρωίδα μας λοιπόν πάει στη γιαγιά την επομένη πουρνό-πουρνό. Η γιαγιά ήδη είχε προλάβει να ταΐσει τις κότες, να ζυμώσει τα ψωμιά, να ποτίσει τις ντομάτες και να τσακωθεί με τη γειτόνισσα. «Κάτσε να μας φτιάξω καφέ. Καιρό έχουμε να τα πούμε».
Μετάφραση: «Κάτσε να σου πω το φλυτζάνι. Καιρό έχω να σε πρήξω».
«Αμάν αμάν τι βλέπω εδώ; Δρόμο βλέπω, μεγάλο δρόμο, μπορεί και αεροπλάνο. Κάποιος θα έρθει να σε συναντήσει. Να το. Το βλέπεις; Ένα «Π» σχηματίζεται. Ψηλός, ανοιχτόχρωμος φαίνεται, λεβέντικη κορμοστασιά, μεγάλο επαγγελματικό υπόβαθρο το «Π» σου. Ξέρουμε κανέναν από «Π»; Να δεις που ο Πετράκης θα ναι, ο γιόκαρος της Τασούλας ντε!»
Ο πελεκάνος θα ‘ναι, γιαγιά, που μου φτιάχνει το ράφι. «Π», Πελεκάνος. Βλέπεις καθόλου και το «Ρ»; Ράφι! Ανοιχτόχρωμο θα ‘ναι από ξύλο Σουηδίας ή πεύκο. Θα δω ποιο είναι πιο οικονομικό.
Αυτό που η μάνα επικοινωνεί με τη γιαγιά, τις θειάδες και όλες τις ξαδέλφες για να σου κάνουν τα νεύρα κρόσια ποτέ δεν το κατάλαβες. Πολύ πιθανόν αυτές να εφηύραν τα σήματα μορς και τα πυροτεχνήματα κινδύνου.
Αποφασίζεις λοιπόν να κάνεις το ψυχικό και να πας στον έρμο τον καφέ με τον Πετράκη.
Έχεις πια όλες τις απαντήσεις για τη μάνα, τη γιαγιά και την κάθε μάνα Τασούλα.
Ο Πετράκης δεν παντρεύτηκε γιατί είναι αντρικό τσόκαρο, φαλλοκράτης και κοντός. Έχει καταφέρει όσα κατάφερε γιατί έγλυφε κώλους και έφυγε από την Ελλάδα επειδή τον εξόρισαν λόγω πανούκλας στο μυαλό. Οι διακόσιες χιλιάδες που έχει στην τράπεζα είναι σε δάνειο που το έκανε για να έχει διαμέρισμα με τζακούζι και φωτορυθμικά στο ταβάνι. Τόσο άξιος να στήσει σπιτικό. Το θέμα όμως είναι τι βάζει στα θεμέλια.
Αν μπορείς να βάζεις τις σκέψεις σου σε σειρά και να γελάς με την κολλημένα παρανοϊκή στάση της μάνας σου, τότε θα επιζήσεις. Υπάρχουν όμως και φορές που η φωνή της μάνας αντιλαλεί στα τοιχώματα των σκέψεων σου και γίνεται δικό σου άγχος, τύψεις που τελικά δεν κράτησες κάποια από τις σχέσεις σου να αποκατασταθείς κι εσύ.
Θα σου πω τι θα κάνεις.
Κάθε πρωί για ένα μήνα θα βάζεις δύο φορές στη διαπασών το «μωρό μου δεν παντρεύομαι πριν από τα 30» μέχρι να το χωνέψει η μάνα σου. Κάθε μεσημέρι θα της θυμίζεις ποιος χώρισε, ποιόν κεράτωσαν και ποιος τελικά έχει τρία παιδιά χωρίς πατέρα που τα μεγαλώνει η γιαγιά που έχει και τα αρθριτικά της και είναι συνομήλικη της δικής σου μάνας.
Όλα αυτά να τα λες με ύφος σαν να τους λυπάσαι και μακαρίζοντας που δεν είσαι τη θέση τους.
Το βράδυ να πίνεις μια ρακί και να ξαπλώνεις.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου