Ελύτης: Γυμνός, Iούλιο μήνα

«ΓΥΜΝΟΣ, ΙΟΥΛΙΟ ΜΗΝΑ, ΤΟ ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα.
Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΙΑ ΝΑ’ ΧΩ ΤΟΣΑ. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Κι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της». «ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας.
 Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις. Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου.
 Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα. Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.» «ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΦΘΕΙΡΟΝΤΑΙ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΑ. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ. Χρειάζονται άλλης λογής υπολογισμοί.
 Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως γι’ αυτό, εμένα, ο θάνατος με τρόμαζε ανέκαθεν λιγότερο από την αρρώστια. Κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισσότερο από το πιο τρυφερό συναίσθημα. Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι. Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει» «ΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΟ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.» «ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν’ ΑΠΟΧΤΗΣΩ ΜΙΑ ΖΩΗ από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει, με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό, ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.» «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο οι έννοιες που συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσαμε τον Δαίμονα. Είναι όσο το μέρος που απομένει όταν οι δύο αυτές αντίπαλες δυνάμεις αυτοεξουδετερωθούνε» «ΌΤΑΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΟΥΜΕ ΤΙΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ’ ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση.
Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας». «ΧΩΡΙΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑΝ από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος». «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές.
 Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια. «ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΟΠΩΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.
Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει».

Αποσπάσματα από το βιβλίο Ο μικρός ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος 1985. O Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996) ήταν ποιητής από το Ηράκλειο της Κρήτης. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Αλεπουδέλης. Έγινε γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο Ηλιάτορας, Το Μονόγραμμα, Ο Μικρός Ναυτίλος, Τα Ρω του Έρωτα, Προσανατολισμοί. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1960 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. 
Share on Google Plus

About Unknown

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου