Ο άνθρωπος που αμφισβήτησε και ταπείνωσε συνολικά τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δεν μπορούσε παρά να είναι το μόνιμο αντικείμενο του μίσους και της λύσσας της Δεξιάς όλης της υφηλίου. «Διδαχτήκαμε ότι δεν εκλιπαρεί κανείς για ελευθερία. Την κερδίζει με τη ματσέτα στο χέρι (…). Δεν φοβάμαι τη φυλακή, ούτε, πολύ περισσότερο, την οργή του μίζερου δυνάστη που πήρε τις ζωές των συντρόφων μου στη Μονκάδα. Καταδικάστε με. Δεν με νοιάζει. Η Ιστορία θα με δικαιώσει». (Φιντέλ Κάστρο: Απολογία στο δικαστήριο, επί δικτατορίας Μπατίστα, όπου δικαζόταν για την επίθεση των εξεγερμένων φοιτητών στους στρατώνες Μονκάδα) Με τα πανιά κόντρα Κανένα αίσθημα δεν είναι τόσο μεταδοτικό ανάμεσα στον κόσμο, όσο ο πανικός και η αποθάρρυνση. Μπροστά σε μια ήττα τα πιο απαραίτητα εφόδια, το κουράγιο, η αντοχή, η απόφαση να παλέψεις για να ανατρέψεις την κατάσταση, είναι, όπως φαίνεται, και τα πιο δυσεύρετα. Και όταν αυτά εμφανίζονται πλούσια σε κάποιους αγωνιστές και αγωνίστριες, τότε ξέρουμε πως τούτοι οι άνθρωποι έχουν περάσει ήδη την πρώτη μεγάλη δοκιμασία, αυτήν της ηγεσίας. Ο Φιντέλ Κάστρο έδειξε αυτές τις ικανότητες σε μια σειρά καταστροφές και αποθαρρυντικά επεισόδια, στο δρόμο του για την εξουσία στην Κούβα. Μια στρατιωτική πανωλεθρία, αυτή της επίθεσης στη Μονκάδα, τη μεταμόρφωσε σε περήφανη πολιτική νίκη με την άφοβη στάση του στο δικαστήριο της δικτατορίας.
Κατόπιν, εξόριστος στο Μεξικό, ο Φιντέλ προτίμησε να συλληφθεί από την αστυνομία μαζί με όλους τους συντρόφους του, για να γλυτώσουν τις δολοφονικές απόπειρες από τους πράκτορες του κουβανού δικτάτορα Μπατίστα. Και εκεί, στις μεξικάνικες φυλακές, οργανώσανε τα σχέδιά τους για επιστροφή στην Κούβα και την έναρξη του ανταρτοπολέμου. Η επιστροφή με το πλοιάριο «Γκράνμα» δεν ήταν περισσότερο ευτυχής. Από τους 82 επαναστάτες που επέβαιναν, διασώθηκαν μέσα σε μια κόλαση πυρός από το στρατό του Μπατίστα μόνο οι 12, που κατάφεραν με κόπο να φτάσουν ως τα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα. Θα περάσουν τρία χρόνια ασύλληπτων κακουχιών για να καταφέρουν να φτιάξουν αντάρτικο στρατό και να διαλύσουν τις ένοπλες δυνάμεις του δικτάτορα που στήριζαν οι ΗΠΑ. Η σύγκρουση με τις ΗΠΑ Το καθεστώς που εγκαθίδρυσαν οι αντάρτες στην Αβάνα, την 1η Γενάρη 1959, ξεκίνησε κάποιες προσεκτικές φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, όπως τη μείωση κατά 50% των ενοικίων και μια πρώτη – και άτολμη – αναδιανομή της γης, υπέρ των φτωχών αγροτών και των ακτημόνων και σε βάρος των γαιοκτημόνων.
Όλα αυτά ήταν εξαιρετικά περιορισμένα βήματα, αν τα συγκρίνει κανείς με τις μεταρρυθμίσεις που έφερναν ακόμη και δεξιές κυβερνήσεις κατά καιρούς στην Ευρώπη. Όμως, για την «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, οι κινήσεις της κυβέρνησης του Φιντέλ ήταν απαράδεκτοι εξτρεμισμοί. Κι ενώ η αστική τάξη της Κούβας αρχίζει να φεύγει κατά κύματα προς το Μαϊάμι, που απέχει από τις ακτές της Κούβας όσο η Θήβα από την Αθήνα, οι ΗΠΑ αρχίζουν να σφίγγουν το λουρί. Αρχικά περιορίζουν δραστικά τις εισαγωγές ζάχαρης, το μοναδικό εξαγώγιμο προϊόν της Κούβας. Κατόπιν άρχισε ο πόλεμος νεύρων και προπαγάνδας ενάντια στο καθεστώς Κάστρο και τέλος, το 1961, οι ΗΠΑ οργανώνουν το φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων, μια στρατιωτική απόβαση χιλιάδων μισθοφόρων, με σκοπό την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο. Η εισβολή οργανώθηκε από τη CIA και τον πρόεδρο Κέννεντι, με ταυτόχρονο βομβαρδισμό από την αμερικάνικη αεροπορία. Αλλά τώρα είναι η σειρά των αντίπαλων του Φιντέλ να βιώσουν τη γεύση της πανωλεθρίας και της συντριβής. Και ενώ οι αυτουργοί της εισβολής, αιχμάλωτοι όντας, εκλιπαρούν για έλεος, οι οργανωτές τους από τις ΗΠΑ απλώς αποποιούνται κάθε ευθύνη. Πραγματικά, η κάθε ηγεσία αποδεικνύει την ποιότητά της στα δύσκολα… Αντίθετα, η προσωπική στάση του Φιντέλ, όπως και του «Τσε» Γκεβάρα και των υπόλοιπων ηγετών του καθεστώτος, να πηδήξουν σε ένα τανκ και να τραβήξουν αμέσως για το πεδίο της μάχης την ώρα που όλα παίζονταν, έδιναν ένα τελείως άλλο δείγμα γραφής και ενθουσίαζαν τους καταπιεσμένους όπου γης.
Ο Δαβίδ είχε κατατροπώσει τον Γολιάθ και στρατιωτικά και ηθικά… Από τις επόμενες μέρες μετά την εισβολή, το καθεστώς της Κούβας θα ανακηρύξει τον εαυτό του ως «σοσιαλιστικό» και «μαρξιστικό». Σύντομα θα γίνει και τυπικά σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης και μέλος του Συμφώνου Βαρσοβίας… Η συμφορά των μισθοφόρων των ΗΠΑ στον Κόλπο των Χοίρων δεν ήταν το τελευταίο επεισόδιο στην κόντρα με την ηγεσία του Φιντέλ. Αντίθετα, ο πλήρης αποκλεισμός της Κούβας, μέχρι τη δεύτερη θητεία του Ομπάμα, και οι εκατοντάδες απόπειρες δολοφονίας του Φιντέλ Κάστρο θα κρατήσουν μισό αιώνα για να χαλαρώσουν μόλις τα δυο τελευταία χρόνια. Ο άνθρωπος που αμφισβήτησε και ταπείνωσε συνολικά τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δεν μπορούσε παρά να είναι το μόνιμο αντικείμενο του μίσους και της λύσσας της Δεξιάς όλης της υφηλίου. Οι έξαλλοι πανηγυρισμοί των ακροδεξιών κουβανών φυγάδων στο Μαϊάμι και η απροκάλυπτη εμπάθεια και μνησικακία στην ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Φιντέλ, δίνουν πολύ χλωμά το μέτρο της αδιάλλακτης εχθρότητας και απέχθειας των εκμεταλλευτών όλου του πλανήτη απέναντι στον ηγέτη της κουβανέζικης επανάστασης. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ο Φιντέλ Κάστρο θα ανήκει αμετάκλητα στο πάνθεο των μεγάλων επαναστατών που έκαναν το πέρασμά τους από την Ιστορία. Και τη μνήμη του Φιντέλ, όπως και την ίδια την Κούβα, οφείλουμε να την υπερασπίζουμε απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και απέναντι στο ρεβανσισμό και τη μισανθρωπία της Δεξιάς.
Όμως, το αν ανήκει ο Φιντέλ Κάστρο στη μαρξιστική παράδοση, το αν έχει την παραμικρή σχέση με το σοσιαλισμό το καθεστώς της Κούβας, είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση. Πώς αποτιμούμε το καθεστώς που ίδρυσε ο Φιντέλ; Το καθεστώς που αντικατέστησε το Μπατίστα, ήταν πραγματικά επαναστατικό σε σχέση με το παρελθόν. Μέσα σε μια πορεία τριών – τεσσάρων χρόνων έδιωξε στο εξωτερικό -στις ΗΠΑ – το σύνολο της αστικής τάξης της Κούβας και απαλλοτρίωσε ολόκληρη την περιουσία της. Παράλληλα, πάρθηκαν πολλά μέτρα για τη βελτίωση της ζωής, της υγείας και της παιδείας του πληθυσμού. Ακόμη πιο σημαντικό, έγινε ξεκάθαρα παράνομη και απαράδεκτη στην Κούβα κάθε ρατσιστική διάκριση σε βάρος των μαύρων και των μιγάδων: αυτό ήταν πολύ σημαντικό βήμα σε μια χώρα που οι ρατσιστικές διακρίσεις είχαν πολύ ισχυρά ερείσματα, ακόμη και μέσα σε μαχητικά εργατικά συνδικάτα.
Όμως αυτό, από μόνο του, είναι «πολιτική» επανάσταση, για να θυμηθούμε έναν δημοφιλή ορισμό σε αρκετούς άκριτους υποστηρικτές του κουβανικού καθεστώτος. Σημαίνει, σε απλά ελληνικά, μια ριζοσπαστική αλλαγή στην κεφαλή του κράτους και της κοινωνίας, δεν σημαίνει πως οι καταπιεσμένοι πήραν στα χέρια τους την εξουσία. Αυτό θα ήταν μια «κοινωνική» επανάσταση, θα σήμαινε πως οι εργάτες και οι εργάτριες της Κούβας θα οργάνωναν την παραγωγή με μαζικές συνελεύσεις που θα εκλέγανε άμεσα ανακλητούς αντιπροσώπους και μέσα σε μια παθιασμένη και πλατειά συζήτηση θα αποφασιζόταν το που τραβάει οικονομικά και πολιτικά η χώρα. Θα σήμαινε πως η εργατική τάξη θα είχε αντικαταστήσει την αστική στην Κούβα. Ακόμη θα σήμαινε πως το νέο καθεστώς θα μπορούσε να κρατηθεί στην εξουσία μόνο απλώνοντας την εργατική Επανάσταση σε μια σειρά χώρες.
Αυτό, με έναν τρόπο, το είχε διαισθανθεί και ο Τσε Γκεβάρα, όταν καλούσε τους λαούς της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου να δημιουργήσουν «ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ». Γιατί η επανάσταση είναι σαν το ποδήλατο, όπως έλεγε ο Τσε, αν δεν προχωρήσει θα πέσει… Η κουβανέζικη πραγματικότητα δεν είχε καμία στιγμή σχέση με την εικόνα της εργατικής επανάστασης. Από την πρώτη στιγμή, το καθεστώς του Κάστρο ήταν πολύ περισσότερο η παρέα του Ρομπέν των Δασών που βρέθηκε από μια τυχαία συγκυρία στην εξουσία, παρά η ζωντανή παράδοση της εργατικής δημοκρατίας. Στην αρχή το καθεστώς Φιντέλ έκανε μια σύντομη προσπάθεια, το 1959 – 60, να συμβιβαστεί με την κουβανική αστική τάξη και με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά με κάποιες παραχωρήσεις προς τους πιο ταπεινούς κι απόκληρους της κουβανικής κοινωνίας. Αυτό το σχέδιο ναυάγησε σύντομα, και το καθεστώς προχώρησε στο εναλλακτικό σενάριο της οικοδόμησης του κρατικού καπιταλισμού στην Κούβα, κατ΄ εικόνα και ομοίωση της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Η Κούβα μεταμορφώθηκε σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο του ρωσικού στόλου. Μαζί της η κουβανέζικη κοινωνία κατρακύλησε σε μια μονοκομματικό πολίτευμα, φοβικό στις ελευθερίες της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο δεν έδειχνε μίσος μόνο για τις ιδέες της Δεξιάς αλλά και εξαιρετική εχθρότητα απέναντι σε ομοφυλόφιλους, διανοούμενους όπως και αντιπολιτευόμενους κομμουνιστές. Μια νέα γραφειοκρατία που απομυζούσε με τα προνόμιά της τον κόσμο της εργασίας αναδύθηκε γύρω από τον Φιντέλ.
Ακόμη και ο πρώτος τη τάξει σκηνοθέτης κινηματογράφου της Κούβας, ο Τόμας Γκουτιέρες Αλέα, κριτικός υποστηρικτής του καθεστώτος Φιντέλ σε όλη τη ζωή του, έχει αποδώσει αυτή την κατάσταση με αριστουργηματικές ταινίες όπως το «Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη» (1966), «Φράουλες και σοκολάτα» (1993) κ.α. που αναδεικνύουν τούτη την πραγματικότητα. Μια πολύ πιο σκοτεινή πλευρά του καθεστώτος, αυτή των στρατοπέδων συγκέντρωσης για ομοφυλόφιλους, καλλιτέχνες και λοιπά «αντικοινωνικά στοιχεία», δίνει ο κουβανός συγγραφέας Ρεϊνάλντο Αρένας στο καταπληκτικό βιβλίο του «Πριν πέσει η νύχτα». Αυτό το πράγμα δεν μπορεί να είναι σοσιαλισμός, και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την καταπίεση της σεξουαλικής επιθυμίας, αλλά και της ελευθερίας έκφρασης των εργατών και των εργατριών, όσο και αν συνωμοτεί κι επιβουλεύεται ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Το αντίθετο! Μόνο η εργατική δημοκρατία και η ελεύθερη έκφραση των καταπιεσμένων μπορεί να εγγυηθεί την ολόπλευρη συμμετοχή τους στην υπεράσπιση της Επανάστασης. Το καθεστώς του Φιντέλ προτίμησε να στηριχθεί στους παγερούς γραφειοκράτες της Ρωσίας, και να πορευτεί μαζί τους στην απίστευτα τυχοδιωκτική περιπέτεια των 13 ημερών με τους ρωσικούς πυραύλους στην Κούβα που έφτασαν τον πλανήτη ένα – κυριολεκτικά – πάτημα κουμπιού πριν από την πυρηνική καταστροφή. Τουλάχιστον όμως, ο Φιντέλ Κάστρο είχε τη δικαιολογία πως αντιμετώπιζε τη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική υπερδύναμη του πλανήτη κι έψαχνε απελπισμένα για συμμάχους, ακολουθώντας το πασίγνωστο – αλλά λαθεμένο – ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου.
Ένας ήρωας μέχρι που μπορεί να φτάσει; Ένας μεγάλος επαναστάτης και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος έξω από τα συνηθισμένα είναι πλέον παρελθόν. «Αλίμονο στη χώρα που δεν έχει ήρωες» θρηνούσε στο έργο «Η ζωή του Γαλιλαίου» του Μπρεχτ ο Ανδρέας, ένας απογοητευμένος ριζοσπάστης μαθητής του Γαλιλαίου. «Όχι», απαντούσε ψύχραιμα ο Γαλιλαίος στον πρώην μαθητή του, «αλίμονο στη χώρα που χρειάζεται ήρωες». Ο Φιντέλ, με το εξαιρετικό του ταπεραμέντο, οδηγήθηκε να αναμετρηθεί με το πιο τρομακτικό θηρίο του κόσμου μας. Σαν ήρωας που ήταν ρίχτηκε στην πιο απελπισμένη απόφαση, να αντιμετωπίσει τη φωτιά και τη λύσσα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με εφόδιο τον όγκο του πάγου της ρώσικης γραφειοκρατίας.
Όμως τη μάχη απέναντι και στις δυο ιμπεριαλιστικές μηχανές μπορούν να την κερδίσουν μόνο οι τερμίτες της εργατικής τάξης, κι όχι οι λυκοσυμμαχίες μόνο οι συλλογικοί αγώνες και τα νέα όργανα εξουσίας που θα φτιάξουν οι εργάτες και εργάτριες και όχι οι σιωπηροί συμβιβασμοί. Αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα η ρήση του Μαρξ πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας». Αυτή την παράδοση αναγνωρίζουμε εμείς: Την Κομμούνα του Παρισιού και τη Ρώσικη Επανάσταση, τα εργατικά συμβούλια όπως στη Χιλή του Αλλιέντε και στο Ιράν το 1979, στην Πορτογαλία το 1974-75 αλλά και στην Ουγγαρία το 1956. Και πάνω σ΄ αυτή την παράδοση θα επιχειρήσουμε να προχωρήσουμε πολύ πιο πέρα από το σημείο όπου σκαρφάλωσαν με το κουράγιο τους ο Φιντέλ και ο Τσε.
πηγή:rproject.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου