Και τι γίνεται όταν ερωτεύεσαι μια ιδέα;

Την ιδέα ότι γρήγoρα θα γυρίσεις σπίτι να πιεις μια καυτή σοκολάτα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, όταν είσαι έξω στους -5Ο C και το κρύο διαπερνάει το τρεμάμενο σώμα σου. Την ιδέα ότι αύριο κιόλας θα έχεις νέα από τη δουλειά των ονείρων σου που με ενθουσιασμό έστειλες την αίτησή σου μόλις σήμερα. Την ιδέα ότι την επόμενη φορά που θα πας σε αυτό το χαριτωμένο ζαχαροπλαστείο, θα σου πιάσει κουβέντα το Γαλλάκι από τη Λυών με τα όμορφα καστανά μάτια και τη λευκή επιδερμίδα. Την ιδέα ότι τα Χριστούγεννα οι φίλοι σου θα έρθουν να σου κάνουν έκπληξη και δε θα τα περάσεις μόνη σου έξω από την Όπερα πουλώντας σπίρτα, όπως λες χαριτολογώντας.


…και μια πιο τρελή ιδέα;


Την ιδέα ότι μια μέρα η πιο αγγελική φωνή που άκουσες σε εκείνη τη συναυλία θα τραγουδάει μόνο για σένα, όσα η αγάπη ονειρεύεται. Την ιδέα ότι μια μέρα εκείνος ο ταλαντούχος νεαρός του οποίου οι λέξεις χορεύουν, τα λόγια ταξιδεύουν και οι σκέψεις εμπνέουν, θα σου αφιερώσει ένα κείμενο. Την ιδέα ότι αυτός που πρώτος επιβράβευσε την αντιδραστικότητα και την αντισυμβατικότητά σου, σου δίδαξε το φεμινισμό και το ότι τα πράγματα δεν έχουν δυο όψεις μα χίλιες δυο, θα επιστρέψει και θα σου κλείσει ξανά το μάτι με τον ίδιο τρόπο.


…και ακόμα την ιδέα του χρόνου;


Την ιδέα ότι μπορείς να ταξιδέψεις πίσω στο χρόνο. Να ξυπνήσεις ένα πρωινό στην Αθήνα του Σωκράτη, ένα άλλο στο Παρίσι του Ουγκώ, μετά από καιρό στο Λονδίνο του Σαίξπηρ και τέλος στη Βιέννη του Μότσαρτ. Γιατί η εποχή σου σου φαίνεται πολύ μικρή και στενάχωρη κι έτσι ελεύθερη όπως γεννήθηκες, δεν αντέχεις να περιορίζεσαι. Την ιδέα ακόμα ότι μπορείς να ταξιδέψεις μπροστά στο χρόνο. Τι θα 'ναι άραγε αυτό που θα ξεχωρίζει αυτή την εποχή, ποιοι από τους σύγχρονούς μας θα μείνουν στην ιστορία και με ποια κριτήρια;


Το ρίσκο.


Φοβάσαι να δεις την ιδέα σου να πραγματοποιείται. Γιατί; Μα γιατί φοβάσαι μη χάσεις τον έρωτα. Πώς να βγεις από το σύννεφο; Κι αν σε τυφλώσει ο ήλιος; Θα γεμίσεις εγκαύματα και τραύματα τα οποία δύσκολα θα απαλύνουν την πληγωμένη σου ψυχή. Ένα κορίτσι έκανε κάποτε ένα ταξίδι μοναχικό, σε μια χώρα ξένη, σκοτεινή, γεμάτη σύννεφα αλλά και ένα μυστήριο πασπαλισμένο με σκόρπιες νότες μαγείας. Μίσησε αλλά και λάτρεψε τον τόπο αυτό ταυτόχρονα. Της έβγαλε ένστικτα που δεν ήξερε μέχρι τότε ότι υπήρχαν μέσα της. Η αλήθεια είναι ότι δεν τόλμησε να ξαναπάει εκεί ποτέ, όπως δεν τολμάς κι εσύ να δεις τους έρωτές σου να ζωντανεύουν.


Ένα άλλο κορίτσι είναι ερωτευμένο από καιρό. Είναι ερωτευμένο με την ιδέα να γράψει. Να γράψει κάτι δικό της, ολοδικό της, και να το μοιραστεί. Μεσάνυχτα το γράφει με πρησμένα μάτια και ξημερώματα το σκίζει με απογοήτευση και το πετά.


Οι λέξεις τη στοιχειώνουν, το κεφάλι της γεμίζει ιδέες και τα σκηνικά γίνονται παράσταση μπρος της. Είναι το μικρό της θεριό. Όταν πιάνει μολύβι και χαρτί, το θεριό κάνει πίσω, τρομάζει. Δεν μπορεί να τιθασευθεί, να μπει σε τάξη, να προσαρμοστεί στα καλούπια των αμέτρητων οριζόντιων γραμμών του τετραδίου.


Θυμάται τη φίλη της που διερωτόταν «γιατί τα γράμματά σου δεν πατάνε ποτέ στις γραμμές του τετραδίου;». Πού είναι άραγε το θεριό της πιο ελεύθερο; Στο κεφάλι της ή σε κάποιο φύλλο χαρτί; Το κορίτσι παίρνει επιτέλους το ρίσκο και γράφει. Γράφει για αυτήν αλλά πρωτίστως γράφει για σένα. Ναι για σένα, το μεγαλύτερο έρωτά της, τον άγνωστο αναγνώστη. Κι οραματίζεται τα βλέφαρά σου να κλείνουν και τα μάτια σου να ανοίγουν με μια νέα λάμψη, τα χείλη σου χαλαρά και το πρόσωπό σου να λάμπει.


Εσύ; Εσύ τι κάνεις;
Share on Google Plus

About Unknown

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου