Η πολιτική ενηλικίωση του πρωθυπουργού που από το αριστερό όραμα προτίμησε το πατριωτικό καθήκον. Τώρα μένει να αποδείξει αν η ευρωπαϊκή του κατεύθυνση συνάδει με την κομματική του κουλτούρα και αν αυτή τη φορά θα είναι συνεπής ως προς τις υποσχέσεις του
Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ της Παρασκευής 30 Ιανουαρίου 2015 οι κορφές των αιωνόβιων δέντρων του κήπου στο Μέγαρο Μαξίμου υποκλίνονταν στην οργή των ισχυρών νοτιάδων. Μέσα στο κτίριο, στο πρωθυπουργικό γραφείο όπου στον τοίχο πίσω του δέσποζε ακόμα πριν αντικατασταθεί ο πίνακας «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη, ο μόλις προ πέντε ημερών νεοεκλεγείς πρωθυπουργός συγκαλούσε έκτακτη σύσκεψη. Θέμα της η αποτίμηση των επισκέψεων Σουλτς και Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα.
Ανετος, χαλαρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ο Αλέξης Τσίπρας, με ρητορική έπαρση που αφίστατο της αστικής εγκράτειας αλλά και της προλεταριακής καχυποψίας εκείνων που για πρώτη φορά προσεγγίζουν με κάποιο δέος εκ του σύνεγγυς τα ήθη της εξουσίας, διαβεβαίωνε τους συνομιλητές του ότι σκέφτεται να πρωτοτυπήσει. Οι παρόντες Γιάννης Δραγασάκης, Γιάνης Βαρουφάκης, Γιώργος Σταθάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος τον άκουγαν να δηλώνει ότι «οι προκάτοχοί μου επέλεξαν άλλα να λένε προεκλογικά και άλλα να κάνουν μετεκλογικά. Εχασαν τη στήριξη του λαού και έπεσαν. Σκέφτομαι να πρωτοτυπήσω και να μείνω συνεπής στις δεσμεύσεις μου». Ηταν η ευφορική εποχή που η τόλμη συναντούσε ορμητικά τις μεγάλες προσδοκίες, ενώ η αυταρέσκεια του εκλογικού θριάμβου διασκέδαζε τις αμείλικτες χρονικές πιέσεις.
Ηταν η περίοδος που το «κοστολογημένο, ισορροπημένο και πλήρες» πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αυτός ο μαγικός αλγόριθμος, θα έμπαινε σε άμεση εφαρμογή για να καλύψει το προσεχές τιτάνιο κυβερνητικό έργο. Τότε που η φετιχοποιημένη λυδία λίθος των εξαγγελιών στη ΔΕΘ φώτιζε το μονοπάτι της σκέψης της πρώτης φοράς αριστεράς. Ενέπνεε τον Δημήτρη Στρατούλη να επαναφέρει τη 13η σύνταξη και ενθάρρυνε τον Πάνο Σκουρλέτη να αποκαταστήσει τον κατώτατο μισθό. Αναπτέρωνε το φρόνημα του Θοδωρή Δρίτσα να σταματήσει την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ και οδηγούσε τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να βάλει τέλος στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ. Ολα σε εκείνη την πρώιμη -και πιθανόν αμέριμνη- κυβερνητική φάση δονούνταν από την ανέκκλητη ευχαρίστηση της εμβάπτισης στο μείγμα ριζοσπαστικών πεποιθήσεων και καλών προθέσεων. Γεγονός που μάλλον επέτρεπε και πεισματάρικες εκδηλώσεις κομπορρημοσύνης εκεί όπου οφειλόταν να εδράζεται η συναίσθηση της βαριάς ευθύνης. «Σας υπόσχομαι», δήλωνε αισιόδοξα ο πρωθυπουργός στο γερμανικό περιοδικό «Stern», «ότι η Ελλάδα σε έξι μήνες θα είναι μια άλλη χώρα».
Απότομη πολιτική ενηλικίωση
Εξι -πράγματι- μήνες αργότερα, η άλλη χώρα συμπυκνωνόταν στο φόντο του πρωθυπουργικού γραφείου στις διακεκομμένες γραμμές του καμβά από τον πίνακα «Εντολές ΗΗΒ» του εικαστικού Κωνσταντίνου Ξενάκη. Η εξαιρετικά απαιτητική διανοητικά, ψυχικά και κυρίως υλικά υπόσχεση που είχε με οίηση εξαγγελθεί είχε βουλιάξει στις ψευδαισθήσεις ενός προοδευτικού ρομαντισμού. Ευτυχώς χωρίς την αμεταμέλητα μελαγχολική αυταρέσκεια της Αριστεράς της ήττας, δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός ανέλαβε την ευθύνη της διάσωσης της χώρας, έστω και την ύστατη στιγμή. Ωστόσο, δεν αρκεί το σωσίβιο ενός mea culpa για να λησμονηθούν οι φουρτούνες από κακοφωνίες, παλινωδίες, αμφιθυμίες, ασυγχώρητες καθυστερήσεις και τυχοδιωκτικές ασκήσεις. Οπως επίσης δεν φτάνει μια συναισθηματική ρητορική που σερφάρει στο κύμα των οραμάτων όταν η ανάγκη της αποτροπής της ασύντακτης χρεοκοπίας τον βιδώνει στον γλαφυρό πάγκο του ρεαλισμού. Κακά τα ψέματα. Η ειλικρινής προσαρμοστικότητα και η συνειδητή αυτο-υπέρβαση μεταλλάσσουν έναν πολιτικό από επίδοξο ταχυδακτυλουργό σε χρήσιμο ηγέτη. Οχι η μετάβαση στο έδαφος της σκληρής πραγματικότητας με μισή καρδιά. Ούτε φυσικά με υπαινιγμούς απόδρασης από έναν προσωρινό εγκλωβισμό, ούτε με αλά καρτ επικοινωνιακές επιλογές. Αν οι τελευταίες αποτελούσαν προϋπόθεση αδιατάρακτης δημοτικότητας από τις συσσωματωμένες, πλην ετερόκλητες πολιτικές συνιστώσες που τον συνόδευσαν στην εξουσία, τότε θα αρκούσε να κυκλοφορεί πότε με κοντομάνικο αμπέχονο σαν εξωτικός κομπανιέρο και πότε με ρεπούμπλικα και γραβάτα σαν πρώην Σοβιετικός ταβάριτς.
Η αλήθεια είναι ότι ο συνήθως ψύχραιμος, δίχως ξεσπάσματα, ο μάλλον συνθετικός παρά συγκρουσιακός και ο γνήσια εγκάρδιος -χωρίς να εκπέμπει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του- Αλέξης Τσίπρας υποχρεώθηκε σε μια γρήγορη πολιτική ενηλικίωση. Αφού προηγουμένως διένυσε σε ένα εξάμηνο μια αμείλικτη πορεία σαν εκείνη του γοητευτικά ανυπόταχτου σκηνοθέτη, κεντρικού ήρωα του μιούζικαλ «Αll That Jazz» του Μπομπ Φόσι. Μια διαδρομή οργής, άρνησης, διαπραγμάτευσης, ψυχοπλακώματος και αναπότρεπτα αποδοχής. Ωστόσο, πριν από την οριστική συμφιλίωση με την πραγματικότητα του ευρώ, οι αφόρητες πιέσεις που υφίστατο έμοιαζαν να του αναζωπυρώνουν το εφηβικό θυμικό έξαψης ενός εγωκεντρικού προέδρου 15μελούς, που δεν αντιλαμβάνεται πότε πρέπει να σταματήσει την κατάληψη του σχολείου. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως έφτασε τα πράγματα στα άκρα, παρότι δεν διευκρίνισε αν εννοούσε το τάιμινγκ του δημοψηφίσματος ή την εφαρμογή των capital controls. Παρ’ όλα αυτά, όπως εξομολογούνται οι παροικούντες την Κουμουνδούρου, η αδυναμία διαχείρισης του αποτελέσματος της ζαριάς του δημοψηφίσματος έδωσε διέξοδο στη διαχείριση του πολιτικού του κεφαλαίου ως ανάχωμα στις ξένες και ντόπιες επιδιώξεις να αποτελέσει μια αριστερή παρένθεση. Αναπόφευκτα, οι αμφιταλαντεύσεις, η αμφιθυμία και οι ιδεοληπτικές εξιδανικεύσεις του Τσίπρα υποτάχθηκαν σε δέσμες πολιτικών στοχεύσεων, ασύμβατων ίσως με την οραματική ιδεολογία του κόμματος, αλλά εναρμονισμένων με τις απαιτήσεις των πολιτών. Η πλειοψηφία των οποίων δεν φαντασιώνεται ηρωικές εφορμήσεις στο εθνικό νομισματοκοπείο εν είδει εφόδου στα τσαρικά χειμερινά ανάκτορα, ούτε δονείται από τον δραχμοβίωτο λαϊκοπόπ τσαμπουκά κατά την μπουκαδόρικη κατάληψη του γραφείου του προέδρου της Τραπέζης της Ελλάδος. Απλώς αναζητά, όταν δεν παρασύρεται σε παραλογισμούς, καταφύγιο επιβίωσης από την καταστροφή μέσα στα σύνορα της Ευρωζώνης και εντός του πολιτικού πλαισίου της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Αριστερό όραμα και πατριωτικό καθήκον
Η συνειδητοποίηση -στο πάρα πέντε- από τον πρωθυπουργό αυτής της μαζικής λαϊκής ομοθυμίας και η εστίαση στις διαθέσεις της νοηματοδοτεί πλέον διαφορετικά την επικοινωνιακή του εικόνα και τις δημόσιες εκδραματίσεις της. Η αποκάλυψη και η αποδοχή όσων βρίσκονταν μπροστά στα μάτια όλων, ενώ ο ίδιος επέμενε σαν συγγραφέας παλιών αστυνομικών μυθιστορημάτων να τα αγνοεί χάριν του σασπένς, ορίζουν σχεδόν την πολιτική του χειραφέτηση στη συγκυρία. Μια υποκειμενική διαδικασία που τον οδηγεί να ψάχνει πια να εφεύρει μια μετατραυματική ανάκαμψη μετά το στομφώδες καταγγελτικό #ThisIsACoup, καθώς και ένα νέο αριστερό αφήγημα, έστω με προφάσεις, άλλοθι και κάμποσες υπεκφυγές. Από μια άποψη μοιάζει να επαναπροσεγγίζει τον Τσε Γκεβάρα από μια παρεκκλίνουσα οπτική γωνία της ρήσης του: «Δεν με αφορά ο στεγνός οικονομικός σοσιαλισμός. Αγωνιζόμαστε ενάντια στη μιζέρια, αλλά και ενάντια στην απομόνωση». Από την άλλη, οι αμήχανες συμπαραδηλώσεις σε στυλ «τη φέραμε στον Σόιμπλε, ξεμπροστιάσαμε τους Γερμανούς, ξεσκεπάσαμε τους εκβιαστές δανειστές, αλλάζουμε την Ευρώπη» που διακινούνται από τον περίγυρό του δεν συνάδουν με τη δημόσια ομολογία του πρωθυπουργού ότι δεν πιστεύει στα μέτρα που θεσπίζει αλλά θα τα εφαρμόσει. Με αυτή την γκροτέσκα φλυαρία τού αποδίδεται συμβολικά το προφίλ ενός θύματος που αναρωτιέται πόσο πια νερό να βάλει στο κρασί του. Μια τέτοια εικόνα εκτιμάται ότι τον υποβιβάζει από τις αναφορές στον Τσε στη μοιρολατρία των τραγουδιών του Καζαντζίδη, όπου η κοινωνία είναι ψεύτικη και εκείνος παράλογα φτωχός, πλην τίμιος. Ως εκ τούτου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να ξεκαθαρίσει, σύμφωνα με τις αρχές του, πώς συναρθρώνονται οι αλυσιδωτές δεσμεύσεις του ότι δεν θα δραπετεύσει από τις ευθύνες με την άγκυρα της αναξιοπιστίας που σέρνει δηλώνοντας ότι δεν πιστεύει στα μεταρρυθμιστικά μέτρα που παίρνει. Ακόμα και όσοι τον κατηγορούν για πολιτική αθέτηση του αριστερού οράματος στο όνομα του πατριωτικού καθήκοντος τον παροτρύνουν να αποσαφηνίσει αν του ταιριάζει η περιγραφή ενός εκβιαζόμενου υπαλλήλου που υπό ομηρία συμμορφώνεται στις έξωθεν υποδείξεις, ή αν του αξίζει το πορτρέτο ενός αυτάρκους πολιτικού που παραμέρισε το συλλογικό κομματικό «εμείς» για το προσωπικό αρχηγικό «εγώ» παίρνοντας την κατάλληλη στιγμή τη σωστή απόφαση.
Οι δύο εβδομάδες που άλλαξαν τον Τσίπρα
Είναι προφανές ότι οι δύο δραματικά έντονες εβδομάδες που άλλαξαν τον Τσίπρα αποτυπώθηκαν στο πρόσωπό του κατά την αγωνιώδη ως προς την έκβασή της ψηφοφορία στη Βουλή για τα προαπαιτούμενα. Ηταν ένας πρωθυπουργός σκεπτικός, νευρικός, αγχώδης υπό τα αφανή πολιτικά γδαρσίματα, τους αδιόρατους εσωκομματικούς μώλωπες, τις αθέατες ουλές από τις θηλιές των εικονικών πνιγμών κατά τη 17ωρη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές. Υπήρχαν στιγμές που ο άλλοτε ατάραχος Αλέξης έδειχνε στα κυβερνητικά έδρανα να ασφυκτιά. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε αναζητώντας τα ενθαρρυντικά βλέμματα των αφοσιωμένων συντρόφων του στο Σώμα, δάγκωνε αμήχανα την άκρη του κινητού του, στριμωγμένος σαν από μια αόρατη μέγκενη που δεν του άφηνε περιθώρια αναδιπλώσεων. Εμεναν μόνο μετέωρα τα μεταφορικά του ψελλίσματα για τη σπορά της συμφωνίας που θα καρποφορήσει για να καλύψουν το μούδιασμα της άρνησης σημαντικής μερίδας της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας να συναινέσει σε όσα περιέγραφε ως «παρακαταθήκη αξιοπρέπειας και δημοκρατίας». Ηταν η οδυνηρή στιγμή που το αιχμηρό αγκάθι της -πραγματικής ή πλασματικής, επιπόλαιης ή συγκυριακής, αδιάφορο- αχαριστίας τον διαπερνούσε. Οι καθαρά προσωπικές επιλογές του τού γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάνης Βαρουφάκης, η Ραχήλ Μακρή, για την οποία έδωσε μάχη προκειμένου να τη συμπεριλάβει στα κομματικά ψηφοδέλτια, η Αγλαΐα Κυρίτση, που την τοποθέτησε συμβολικά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας ως δικαίωση της εξαγγελθείσας επαναλειτουργίας της ΕΡΤ την οποία και υλοποίησε, δύο ακόμα αντιπρόεδροι της Βουλής, ένας κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος και τέσσερις υπουργοί συνέθεταν τμήμα ενός ετερόκλητου, στρυφνού και αφοριστικού κολάζ. Σύσσωμοι σαν ένα είδος στείρας ζωτανοφικής ταπετσαρίας που ήθελε να καλύψει ασυγχώρητες ιδεολογικές ρωγμές και ανυπόφορους εξωραϊσμούς εξουδετέρωσης μιας υποτιθέμενης ριζοσπαστικότητας αντιτάχθηκαν στη σκληρή αλλά αναπόφευκτη επιλογή να μην πάει η χώρα αμετάκλητα στα βράχια. Στον αντίποδα, όταν η δημοκρατική αντιπολίτευση επωμίστηκε υπεύθυνα ακέραιο το βάρος που της αναλογούσε, η προσφορά της έγινε μάλλον δεκτή παγερά από τον πρωθυπουργό σαν ένας κεκτημένος κομφορμισμός που του χάριζε μια τρεκλίζουσα ανακούφιση. Και δεν αναγνώρισε τη συνεισφορά της ευχαριστώντας τη δημόσια με τρόπο που θα πρόσθετε κύρος στο ηθικό ανάστημα της Αριστεράς.
Οπως και δεν διανοήθηκε να ζητήσει συγγνώμη για την ταλαιπωρία των πολιτών από τους περιορισμούς στις αναλήψεις καταθέσεων και τις κλειστές τράπεζες σε συνέντευξη που παραχώρησε σε εθνικό δίκτυο. Οχι τόσο από υπεροπτικό πείσμα αλλά χάριν της υπεράσπισης της δημοτικότητας του πολιτικού του προφίλ. Δικαίως υπερασπίστηκε την εντός του ευρώ στρατηγική αξία του συμβιβασμού με τους δανειστές, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μιας εξάμηνης πρακτικής λαθών, παραλείψεων και βοερών νταουλιών. Ωστόσο, πίσω από το άνετο χαμόγελο, το οικείο ύφος και την αμεσότητα στον διάλογο κρυβόταν η αγωνία του να μη συγκριθεί με έναν περιπλανώμενο Δον Κιχώτη που στην αδυναμία του να σώσει τη Δουλτσινέα του, θα επιχειρούσε να της γίνει φόρτωμα. Ακόμα περισσότερο έκδηλο ήταν το άγχος, που αχνογραφούταν από έναν επιχείλιο έρπη, να μη περάσει στην Ιστορία ως ένας ακόμα διάττων αστέρας της πολιτικής στα αχνάρια της τροχιάς του μεταμοντέρνου Γιώργου Παπανδρέου επειδή δεν κατάφερε να αντιγράψει το ίχνος της πολιτικής διαδρομής ενός Ανδρέα Παπανδρέου. Ισως και για να εξορκίσει τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε / η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες» να διάλεξε, καθόλου τυχαία, τη σημειολογική αναφορά του Αλτουσέρ ότι «η Ιστορία έχει πολλές στροφές και η Ιστορία διαρκεί πολύ». Ακόμα κι αν ο Γάλλος φιλόσοφος δεν είχε πει κάτι τέτοιο, με μόνο πιο παρεμφερές «το μέλλον διαρκεί πολύ», το μήνυμα αντικατόπτριζε την έννοια της πολιτικής μοναξιάς αλλά όχι της αποτυχίας για τον τυπικό συναισθηματικό κώδικα της Αριστεράς.
Όπως κι αν έχει, πάντως, από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε ορθά να κάνει συμφωνία με τους δανειστές, που θα απομακρύνει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, δεν θα είναι πια ο ίδιος. Μπορεί να συνεχίζει να μένει στο ίδιο διαμέρισμα στην Κυψέλη, να ανοίγει αυτοπροσώπως σε όσους χτυπούν την πόρτα, να παίζει με τα δυο παιδιά του στην ανάπαυλα των πολιτικών του υποχρεώσεων και να επηρεάζεται ακροθιγώς ή πλήρως από τις πεποιθήσεις της συζύγου του, αλλά θα κοιμάται πλέον, όπως παλιά, ήσυχος μόνο αν αποσπαστεί από τις εξουθενωτικές ίντριγκες και τα αβυσσαλέα πάθη του συσχετισμού δυνάμεων ενός υπό διαρκή διέγερση κομματικού μηχανισμού που μερίδα του εκστασιάζεται από επίδοξους ριφιφήδες της δραχμής. Άλλωστε, η οδυνηρή έκσταση των μαρτύρων και ο αιχμηρός πειρασμός των ηρωικών αυτοχείρων που έχει μυθολογήσει μέχρι πλήρους συγχύσεως η λαϊκιστική Αριστερά αποτελούν πλέον ένα παρωχημένο πολυάγκιστρο στο μπατζάκι του. Έτσι κι αλλιώς, και ο ίδιος, ήπιων τόνων, λογικός και ψύχραιμος μετά την αναγκαία για τη χώρα συνθηκολόγηση με τους δανειστές, αντανακλά, θέλει δεν θέλει, μέρος της ιδιοσυστασίας του πολιτικού συστήματος. Απομένει να υπερβεί την αδιέξοδη αντιπαράθεση μνημονιακών και αντιμνημονιακών, στοχεύοντας στην επόμενη πίστα της δημιουργικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα νέα μεταρρυθμιστικά προτάγματα για τη χώρα. Το ερώτημα είναι αν το αντέχει η διαμορφωμένη εντός του κομματικού σωλήνα πολιτική κουλτούρα του, αφού το αρχικό ζητούμενο παραμένει να γίνει η Ελλάδα μια άλλη χώρα.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ της Παρασκευής 30 Ιανουαρίου 2015 οι κορφές των αιωνόβιων δέντρων του κήπου στο Μέγαρο Μαξίμου υποκλίνονταν στην οργή των ισχυρών νοτιάδων. Μέσα στο κτίριο, στο πρωθυπουργικό γραφείο όπου στον τοίχο πίσω του δέσποζε ακόμα πριν αντικατασταθεί ο πίνακας «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη, ο μόλις προ πέντε ημερών νεοεκλεγείς πρωθυπουργός συγκαλούσε έκτακτη σύσκεψη. Θέμα της η αποτίμηση των επισκέψεων Σουλτς και Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα.
Ανετος, χαλαρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ο Αλέξης Τσίπρας, με ρητορική έπαρση που αφίστατο της αστικής εγκράτειας αλλά και της προλεταριακής καχυποψίας εκείνων που για πρώτη φορά προσεγγίζουν με κάποιο δέος εκ του σύνεγγυς τα ήθη της εξουσίας, διαβεβαίωνε τους συνομιλητές του ότι σκέφτεται να πρωτοτυπήσει. Οι παρόντες Γιάννης Δραγασάκης, Γιάνης Βαρουφάκης, Γιώργος Σταθάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος τον άκουγαν να δηλώνει ότι «οι προκάτοχοί μου επέλεξαν άλλα να λένε προεκλογικά και άλλα να κάνουν μετεκλογικά. Εχασαν τη στήριξη του λαού και έπεσαν. Σκέφτομαι να πρωτοτυπήσω και να μείνω συνεπής στις δεσμεύσεις μου». Ηταν η ευφορική εποχή που η τόλμη συναντούσε ορμητικά τις μεγάλες προσδοκίες, ενώ η αυταρέσκεια του εκλογικού θριάμβου διασκέδαζε τις αμείλικτες χρονικές πιέσεις.
Ηταν η περίοδος που το «κοστολογημένο, ισορροπημένο και πλήρες» πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αυτός ο μαγικός αλγόριθμος, θα έμπαινε σε άμεση εφαρμογή για να καλύψει το προσεχές τιτάνιο κυβερνητικό έργο. Τότε που η φετιχοποιημένη λυδία λίθος των εξαγγελιών στη ΔΕΘ φώτιζε το μονοπάτι της σκέψης της πρώτης φοράς αριστεράς. Ενέπνεε τον Δημήτρη Στρατούλη να επαναφέρει τη 13η σύνταξη και ενθάρρυνε τον Πάνο Σκουρλέτη να αποκαταστήσει τον κατώτατο μισθό. Αναπτέρωνε το φρόνημα του Θοδωρή Δρίτσα να σταματήσει την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ και οδηγούσε τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να βάλει τέλος στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ. Ολα σε εκείνη την πρώιμη -και πιθανόν αμέριμνη- κυβερνητική φάση δονούνταν από την ανέκκλητη ευχαρίστηση της εμβάπτισης στο μείγμα ριζοσπαστικών πεποιθήσεων και καλών προθέσεων. Γεγονός που μάλλον επέτρεπε και πεισματάρικες εκδηλώσεις κομπορρημοσύνης εκεί όπου οφειλόταν να εδράζεται η συναίσθηση της βαριάς ευθύνης. «Σας υπόσχομαι», δήλωνε αισιόδοξα ο πρωθυπουργός στο γερμανικό περιοδικό «Stern», «ότι η Ελλάδα σε έξι μήνες θα είναι μια άλλη χώρα».
Απότομη πολιτική ενηλικίωση
Εξι -πράγματι- μήνες αργότερα, η άλλη χώρα συμπυκνωνόταν στο φόντο του πρωθυπουργικού γραφείου στις διακεκομμένες γραμμές του καμβά από τον πίνακα «Εντολές ΗΗΒ» του εικαστικού Κωνσταντίνου Ξενάκη. Η εξαιρετικά απαιτητική διανοητικά, ψυχικά και κυρίως υλικά υπόσχεση που είχε με οίηση εξαγγελθεί είχε βουλιάξει στις ψευδαισθήσεις ενός προοδευτικού ρομαντισμού. Ευτυχώς χωρίς την αμεταμέλητα μελαγχολική αυταρέσκεια της Αριστεράς της ήττας, δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός ανέλαβε την ευθύνη της διάσωσης της χώρας, έστω και την ύστατη στιγμή. Ωστόσο, δεν αρκεί το σωσίβιο ενός mea culpa για να λησμονηθούν οι φουρτούνες από κακοφωνίες, παλινωδίες, αμφιθυμίες, ασυγχώρητες καθυστερήσεις και τυχοδιωκτικές ασκήσεις. Οπως επίσης δεν φτάνει μια συναισθηματική ρητορική που σερφάρει στο κύμα των οραμάτων όταν η ανάγκη της αποτροπής της ασύντακτης χρεοκοπίας τον βιδώνει στον γλαφυρό πάγκο του ρεαλισμού. Κακά τα ψέματα. Η ειλικρινής προσαρμοστικότητα και η συνειδητή αυτο-υπέρβαση μεταλλάσσουν έναν πολιτικό από επίδοξο ταχυδακτυλουργό σε χρήσιμο ηγέτη. Οχι η μετάβαση στο έδαφος της σκληρής πραγματικότητας με μισή καρδιά. Ούτε φυσικά με υπαινιγμούς απόδρασης από έναν προσωρινό εγκλωβισμό, ούτε με αλά καρτ επικοινωνιακές επιλογές. Αν οι τελευταίες αποτελούσαν προϋπόθεση αδιατάρακτης δημοτικότητας από τις συσσωματωμένες, πλην ετερόκλητες πολιτικές συνιστώσες που τον συνόδευσαν στην εξουσία, τότε θα αρκούσε να κυκλοφορεί πότε με κοντομάνικο αμπέχονο σαν εξωτικός κομπανιέρο και πότε με ρεπούμπλικα και γραβάτα σαν πρώην Σοβιετικός ταβάριτς.
Η αλήθεια είναι ότι ο συνήθως ψύχραιμος, δίχως ξεσπάσματα, ο μάλλον συνθετικός παρά συγκρουσιακός και ο γνήσια εγκάρδιος -χωρίς να εκπέμπει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του- Αλέξης Τσίπρας υποχρεώθηκε σε μια γρήγορη πολιτική ενηλικίωση. Αφού προηγουμένως διένυσε σε ένα εξάμηνο μια αμείλικτη πορεία σαν εκείνη του γοητευτικά ανυπόταχτου σκηνοθέτη, κεντρικού ήρωα του μιούζικαλ «Αll That Jazz» του Μπομπ Φόσι. Μια διαδρομή οργής, άρνησης, διαπραγμάτευσης, ψυχοπλακώματος και αναπότρεπτα αποδοχής. Ωστόσο, πριν από την οριστική συμφιλίωση με την πραγματικότητα του ευρώ, οι αφόρητες πιέσεις που υφίστατο έμοιαζαν να του αναζωπυρώνουν το εφηβικό θυμικό έξαψης ενός εγωκεντρικού προέδρου 15μελούς, που δεν αντιλαμβάνεται πότε πρέπει να σταματήσει την κατάληψη του σχολείου. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως έφτασε τα πράγματα στα άκρα, παρότι δεν διευκρίνισε αν εννοούσε το τάιμινγκ του δημοψηφίσματος ή την εφαρμογή των capital controls. Παρ’ όλα αυτά, όπως εξομολογούνται οι παροικούντες την Κουμουνδούρου, η αδυναμία διαχείρισης του αποτελέσματος της ζαριάς του δημοψηφίσματος έδωσε διέξοδο στη διαχείριση του πολιτικού του κεφαλαίου ως ανάχωμα στις ξένες και ντόπιες επιδιώξεις να αποτελέσει μια αριστερή παρένθεση. Αναπόφευκτα, οι αμφιταλαντεύσεις, η αμφιθυμία και οι ιδεοληπτικές εξιδανικεύσεις του Τσίπρα υποτάχθηκαν σε δέσμες πολιτικών στοχεύσεων, ασύμβατων ίσως με την οραματική ιδεολογία του κόμματος, αλλά εναρμονισμένων με τις απαιτήσεις των πολιτών. Η πλειοψηφία των οποίων δεν φαντασιώνεται ηρωικές εφορμήσεις στο εθνικό νομισματοκοπείο εν είδει εφόδου στα τσαρικά χειμερινά ανάκτορα, ούτε δονείται από τον δραχμοβίωτο λαϊκοπόπ τσαμπουκά κατά την μπουκαδόρικη κατάληψη του γραφείου του προέδρου της Τραπέζης της Ελλάδος. Απλώς αναζητά, όταν δεν παρασύρεται σε παραλογισμούς, καταφύγιο επιβίωσης από την καταστροφή μέσα στα σύνορα της Ευρωζώνης και εντός του πολιτικού πλαισίου της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Αριστερό όραμα και πατριωτικό καθήκον
Η συνειδητοποίηση -στο πάρα πέντε- από τον πρωθυπουργό αυτής της μαζικής λαϊκής ομοθυμίας και η εστίαση στις διαθέσεις της νοηματοδοτεί πλέον διαφορετικά την επικοινωνιακή του εικόνα και τις δημόσιες εκδραματίσεις της. Η αποκάλυψη και η αποδοχή όσων βρίσκονταν μπροστά στα μάτια όλων, ενώ ο ίδιος επέμενε σαν συγγραφέας παλιών αστυνομικών μυθιστορημάτων να τα αγνοεί χάριν του σασπένς, ορίζουν σχεδόν την πολιτική του χειραφέτηση στη συγκυρία. Μια υποκειμενική διαδικασία που τον οδηγεί να ψάχνει πια να εφεύρει μια μετατραυματική ανάκαμψη μετά το στομφώδες καταγγελτικό #ThisIsACoup, καθώς και ένα νέο αριστερό αφήγημα, έστω με προφάσεις, άλλοθι και κάμποσες υπεκφυγές. Από μια άποψη μοιάζει να επαναπροσεγγίζει τον Τσε Γκεβάρα από μια παρεκκλίνουσα οπτική γωνία της ρήσης του: «Δεν με αφορά ο στεγνός οικονομικός σοσιαλισμός. Αγωνιζόμαστε ενάντια στη μιζέρια, αλλά και ενάντια στην απομόνωση». Από την άλλη, οι αμήχανες συμπαραδηλώσεις σε στυλ «τη φέραμε στον Σόιμπλε, ξεμπροστιάσαμε τους Γερμανούς, ξεσκεπάσαμε τους εκβιαστές δανειστές, αλλάζουμε την Ευρώπη» που διακινούνται από τον περίγυρό του δεν συνάδουν με τη δημόσια ομολογία του πρωθυπουργού ότι δεν πιστεύει στα μέτρα που θεσπίζει αλλά θα τα εφαρμόσει. Με αυτή την γκροτέσκα φλυαρία τού αποδίδεται συμβολικά το προφίλ ενός θύματος που αναρωτιέται πόσο πια νερό να βάλει στο κρασί του. Μια τέτοια εικόνα εκτιμάται ότι τον υποβιβάζει από τις αναφορές στον Τσε στη μοιρολατρία των τραγουδιών του Καζαντζίδη, όπου η κοινωνία είναι ψεύτικη και εκείνος παράλογα φτωχός, πλην τίμιος. Ως εκ τούτου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να ξεκαθαρίσει, σύμφωνα με τις αρχές του, πώς συναρθρώνονται οι αλυσιδωτές δεσμεύσεις του ότι δεν θα δραπετεύσει από τις ευθύνες με την άγκυρα της αναξιοπιστίας που σέρνει δηλώνοντας ότι δεν πιστεύει στα μεταρρυθμιστικά μέτρα που παίρνει. Ακόμα και όσοι τον κατηγορούν για πολιτική αθέτηση του αριστερού οράματος στο όνομα του πατριωτικού καθήκοντος τον παροτρύνουν να αποσαφηνίσει αν του ταιριάζει η περιγραφή ενός εκβιαζόμενου υπαλλήλου που υπό ομηρία συμμορφώνεται στις έξωθεν υποδείξεις, ή αν του αξίζει το πορτρέτο ενός αυτάρκους πολιτικού που παραμέρισε το συλλογικό κομματικό «εμείς» για το προσωπικό αρχηγικό «εγώ» παίρνοντας την κατάλληλη στιγμή τη σωστή απόφαση.
Οι δύο εβδομάδες που άλλαξαν τον Τσίπρα
Είναι προφανές ότι οι δύο δραματικά έντονες εβδομάδες που άλλαξαν τον Τσίπρα αποτυπώθηκαν στο πρόσωπό του κατά την αγωνιώδη ως προς την έκβασή της ψηφοφορία στη Βουλή για τα προαπαιτούμενα. Ηταν ένας πρωθυπουργός σκεπτικός, νευρικός, αγχώδης υπό τα αφανή πολιτικά γδαρσίματα, τους αδιόρατους εσωκομματικούς μώλωπες, τις αθέατες ουλές από τις θηλιές των εικονικών πνιγμών κατά τη 17ωρη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και δανειστές. Υπήρχαν στιγμές που ο άλλοτε ατάραχος Αλέξης έδειχνε στα κυβερνητικά έδρανα να ασφυκτιά. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε αναζητώντας τα ενθαρρυντικά βλέμματα των αφοσιωμένων συντρόφων του στο Σώμα, δάγκωνε αμήχανα την άκρη του κινητού του, στριμωγμένος σαν από μια αόρατη μέγκενη που δεν του άφηνε περιθώρια αναδιπλώσεων. Εμεναν μόνο μετέωρα τα μεταφορικά του ψελλίσματα για τη σπορά της συμφωνίας που θα καρποφορήσει για να καλύψουν το μούδιασμα της άρνησης σημαντικής μερίδας της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας να συναινέσει σε όσα περιέγραφε ως «παρακαταθήκη αξιοπρέπειας και δημοκρατίας». Ηταν η οδυνηρή στιγμή που το αιχμηρό αγκάθι της -πραγματικής ή πλασματικής, επιπόλαιης ή συγκυριακής, αδιάφορο- αχαριστίας τον διαπερνούσε. Οι καθαρά προσωπικές επιλογές του τού γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάνης Βαρουφάκης, η Ραχήλ Μακρή, για την οποία έδωσε μάχη προκειμένου να τη συμπεριλάβει στα κομματικά ψηφοδέλτια, η Αγλαΐα Κυρίτση, που την τοποθέτησε συμβολικά στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας ως δικαίωση της εξαγγελθείσας επαναλειτουργίας της ΕΡΤ την οποία και υλοποίησε, δύο ακόμα αντιπρόεδροι της Βουλής, ένας κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος και τέσσερις υπουργοί συνέθεταν τμήμα ενός ετερόκλητου, στρυφνού και αφοριστικού κολάζ. Σύσσωμοι σαν ένα είδος στείρας ζωτανοφικής ταπετσαρίας που ήθελε να καλύψει ασυγχώρητες ιδεολογικές ρωγμές και ανυπόφορους εξωραϊσμούς εξουδετέρωσης μιας υποτιθέμενης ριζοσπαστικότητας αντιτάχθηκαν στη σκληρή αλλά αναπόφευκτη επιλογή να μην πάει η χώρα αμετάκλητα στα βράχια. Στον αντίποδα, όταν η δημοκρατική αντιπολίτευση επωμίστηκε υπεύθυνα ακέραιο το βάρος που της αναλογούσε, η προσφορά της έγινε μάλλον δεκτή παγερά από τον πρωθυπουργό σαν ένας κεκτημένος κομφορμισμός που του χάριζε μια τρεκλίζουσα ανακούφιση. Και δεν αναγνώρισε τη συνεισφορά της ευχαριστώντας τη δημόσια με τρόπο που θα πρόσθετε κύρος στο ηθικό ανάστημα της Αριστεράς.
Οπως και δεν διανοήθηκε να ζητήσει συγγνώμη για την ταλαιπωρία των πολιτών από τους περιορισμούς στις αναλήψεις καταθέσεων και τις κλειστές τράπεζες σε συνέντευξη που παραχώρησε σε εθνικό δίκτυο. Οχι τόσο από υπεροπτικό πείσμα αλλά χάριν της υπεράσπισης της δημοτικότητας του πολιτικού του προφίλ. Δικαίως υπερασπίστηκε την εντός του ευρώ στρατηγική αξία του συμβιβασμού με τους δανειστές, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μιας εξάμηνης πρακτικής λαθών, παραλείψεων και βοερών νταουλιών. Ωστόσο, πίσω από το άνετο χαμόγελο, το οικείο ύφος και την αμεσότητα στον διάλογο κρυβόταν η αγωνία του να μη συγκριθεί με έναν περιπλανώμενο Δον Κιχώτη που στην αδυναμία του να σώσει τη Δουλτσινέα του, θα επιχειρούσε να της γίνει φόρτωμα. Ακόμα περισσότερο έκδηλο ήταν το άγχος, που αχνογραφούταν από έναν επιχείλιο έρπη, να μη περάσει στην Ιστορία ως ένας ακόμα διάττων αστέρας της πολιτικής στα αχνάρια της τροχιάς του μεταμοντέρνου Γιώργου Παπανδρέου επειδή δεν κατάφερε να αντιγράψει το ίχνος της πολιτικής διαδρομής ενός Ανδρέα Παπανδρέου. Ισως και για να εξορκίσει τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Δεν έφταιγεν ο ίδιος, τόσος ήτανε / η εποχή, τα βάρη, οι συνθήκες» να διάλεξε, καθόλου τυχαία, τη σημειολογική αναφορά του Αλτουσέρ ότι «η Ιστορία έχει πολλές στροφές και η Ιστορία διαρκεί πολύ». Ακόμα κι αν ο Γάλλος φιλόσοφος δεν είχε πει κάτι τέτοιο, με μόνο πιο παρεμφερές «το μέλλον διαρκεί πολύ», το μήνυμα αντικατόπτριζε την έννοια της πολιτικής μοναξιάς αλλά όχι της αποτυχίας για τον τυπικό συναισθηματικό κώδικα της Αριστεράς.
Όπως κι αν έχει, πάντως, από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε ορθά να κάνει συμφωνία με τους δανειστές, που θα απομακρύνει το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, δεν θα είναι πια ο ίδιος. Μπορεί να συνεχίζει να μένει στο ίδιο διαμέρισμα στην Κυψέλη, να ανοίγει αυτοπροσώπως σε όσους χτυπούν την πόρτα, να παίζει με τα δυο παιδιά του στην ανάπαυλα των πολιτικών του υποχρεώσεων και να επηρεάζεται ακροθιγώς ή πλήρως από τις πεποιθήσεις της συζύγου του, αλλά θα κοιμάται πλέον, όπως παλιά, ήσυχος μόνο αν αποσπαστεί από τις εξουθενωτικές ίντριγκες και τα αβυσσαλέα πάθη του συσχετισμού δυνάμεων ενός υπό διαρκή διέγερση κομματικού μηχανισμού που μερίδα του εκστασιάζεται από επίδοξους ριφιφήδες της δραχμής. Άλλωστε, η οδυνηρή έκσταση των μαρτύρων και ο αιχμηρός πειρασμός των ηρωικών αυτοχείρων που έχει μυθολογήσει μέχρι πλήρους συγχύσεως η λαϊκιστική Αριστερά αποτελούν πλέον ένα παρωχημένο πολυάγκιστρο στο μπατζάκι του. Έτσι κι αλλιώς, και ο ίδιος, ήπιων τόνων, λογικός και ψύχραιμος μετά την αναγκαία για τη χώρα συνθηκολόγηση με τους δανειστές, αντανακλά, θέλει δεν θέλει, μέρος της ιδιοσυστασίας του πολιτικού συστήματος. Απομένει να υπερβεί την αδιέξοδη αντιπαράθεση μνημονιακών και αντιμνημονιακών, στοχεύοντας στην επόμενη πίστα της δημιουργικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα νέα μεταρρυθμιστικά προτάγματα για τη χώρα. Το ερώτημα είναι αν το αντέχει η διαμορφωμένη εντός του κομματικού σωλήνα πολιτική κουλτούρα του, αφού το αρχικό ζητούμενο παραμένει να γίνει η Ελλάδα μια άλλη χώρα.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου