Αποσπάσματα από το βιβλίο “Δρόμοι της ζωής. Έξι ιστορίες”, της Alice Miller. Εκδ. Ροές
Σε όλα μου τα βιβλία προσπάθησα να δείξω ότι η βία που ασκείται στα παιδιά γίνεται μπούμερανγκ για την κοινωνία. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα όταν έθεσα το ερώτημα τού από πού προέρχεται το μίσος, πώς γεννιέται. Θέλησα να μάθω γιατί κάποιοι κλίνουν προς την ακραία βία και κάποιοι άλλοι όχι. Μόνον όταν διερεύνησα διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων, άρχισα να καταλαβαίνω.
Γιατί όλοι τους στην παιδική ηλικία εκτέθηκαν σε αδιανόητα φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν ολωσδιόλου. Αυτή ακριβώς η άρνηση ήταν, κατά την άποψή μου, που τους οδήγησε σε πράξεις εκδίκησης όταν ήταν ενήλικοι. Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.
Όταν προσπάθησα να διασαφηνίσω, με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ και του Στάλιν, πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία, πολλοί άνθρωποι μου αντέτειναν ότι και οι ίδιοι είχαν συχνά φάει ξύλο και παρ’ όλα αυτά δεν έγιναν εγκληματίες.
Όταν τους ρωτούσα για λεπτομέρειες της παιδικής τους ηλικίας αποδεικνυόταν ότι κατά κανόνα υπήρχε τουλάχιστον ένα πρόσωπο που, ναι μεν δεν προστάτευε το παιδί από την κακοποίηση, αλλά του έδειχνε συμπάθεια ή ακόμη και αγάπη. Αυτό το πρόσωπο –ο «μάρτυρας – αρωγός», όπως το ονομάζω» υπήρχε, μεταξύ άλλων, στη ζωή του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος λέγεται πως είχε έναν εξαιρετικά βίαιο πατέρα αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη μετέδωσε στο γιο της τη γνώση για την ύπαρξη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι θα ήταν αδιανόητα.
Ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί. Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.
Όποιος ασχολείται με την παιδική κακοποίηση βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με το ανεξήγητο φαινόμενο γονείς να κακοποιούν ή να παραμελούν τα παιδιά τους με τον ίδιο τρόπο που υπέστησαν την κακοποίηση και την παραμέληση οι ίδιοι ως παιδιά. Όμως, ως ενήλικοι δεν θυμούνται πια τι υπέφεραν.
Στις περιπτώσεις σεξουαλικής επιθετικότητας εναντίον παιδιών, σχεδόν αποτελεί τον κανόνα οι δράστες να μη γνωρίζουν την προσωπική τους ιστορία ή, τουλάχιστον, να έχουν αποκοπεί από τα συναισθήματα που την συνόδευαν. Μόλις στη θεραπεία, αν αυτή είναι εφικτή, αποδεικνύεται ότι εκδραμάτιζαν κατ’ εξακολούθηση τη δική τους ιστορία επί πολλά χρόνια. Το φαινόμενο αυτό μπορώ να το εξηγήσω μόνον υποθέτοντας ότι οι πληροφορίες σχετικά με την κακοποίηση που βίωσαν οι άνθρωποι αυτοί στην παιδική τους ηλικία διατηρήθηκαν μόνιμα στον εγκέφαλό τους, αποθηκευμένες υπό μορφήν ασυνείδητων αναμνήσεων.
Είναι αδύνατο για ένα παιδί να έχει ένα συνειδητό βίωμα κακοποίησης χωρίς «ενήμερους μάρτυρες». Το παιδί πρέπει να απωθήσει αυτή τη γνώση, για να μην καταρρεύσει από την οδύνη και το φόβο. Όμως, οι ασυνείδητες αναμνήσεις ωθούν τους ανθρώπους να αναπαράγουν διαρκώς εκ νέου τις απωθημένες σκηνές, για να απελευθερωθούν από τους φόβους τους, που είναι κατάλοιπα της πρώιμης κακοποίησης.
Καθένας από αυτούς δημιουργεί καταστάσεις στις οποίες παίρνει τον ενεργό ρόλο, για να κυριαρχήσει πάνω στην αδυναμία του παιδιού και να διαφύγει τους ασυνείδητους φόβους. Ωστόσο, ούτε αυτό φέρνει τη λύτρωση. Ο ίδιος γίνεται ξανά και ξανά δράστης, βρίσκοντας κάθε φορά νέα θύματα. Όσο προβάλλει πάνω σε αποδιοπομπαίους τράγους το μίσος και το φόβο, δεν μπορεί να τα διαχειριστεί.
Μόνον όταν αναγνωρίσει το πραγματικό αίτιο και κατανοήσει τη φυσική του αντίδραση στο άδικο, μπορεί ο «τυφλός» να νικήσει το μίσος το οποίο μεταθέτει σε αθώους. Γιατί η λειτουργία του μίσους, η οποία είναι να συγκαλύψει την αλήθεια, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα καθίσταται περιττή. Άνθρωποι που, ενώ έχουν διαπράξει σεξουαλικά εγκλήματα, έχουν επεξεργαστεί την ιστορία τους στο πλαίσιο μιας θεραπείας δεν διατρέχουν, ως γνωστόν, κίνδυνο να συνεχίσουν να εκδραματίζουν τα τραύματά τους με καταστρεπτικό τρόπο.
Τι είναι αλήθεια το μίσος; Στα δικά μου μάτια είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο. Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς. Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή.
Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί από την ένταση αυτών των συναισθημάτων. Πού μπορούν να οδηγήσουν οι μηχανισμοί της μετάθεσης του μίσους απεδείχθη σε πάμπολλα παραδείγματα δικτατόρων. Κέρδισαν τα πλήθη και τα οδήγησαν στο φόνο στρέφοντας τα έντονα συναισθήματά τους, που ως τότε βρίσκονταν εν υπνώσει, εναντίον αποδιοπομπαίων τράγων. Γιατί τα συναισθήματα που γεννήθηκαν στα πρωταρχικά στάδια της ζωής και δεν εστίασαν κάπου, χρειάζονται ένα αντικείμενο, προκειμένου πράξεις που κάποτε δεν επιτρέπονταν στο παιδί να καταστούν δυνατές.
Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο.
Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό το ονομάζουμε ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο: μπορεί να είναι Τούρκοι, Ρομά, καταγόμενοι από την Μπιάφρα, Χούτου ή Τούτου’ μπορεί να είναι, όπως στην Κίνα του Μάο και στην Καμπότζη, διανοούμενοι.
Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι […] Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.
Όμως ούτε η σημερινή τους άγνοια ούτε ο θυμός που κάποτε καταπίεσαν και σήμερα απαρνούνται μπορούν να δικαιολογήσουν κατά οποιονδήποτε τρόπο την ακραία καταστροφική τους συμπεριφορά ή μπορούν να αξιώσουν τον οίκτο μας.
Όταν κάποιος ξέρει ότι ο Χίτλερ υπέστη από τον πατέρα του βαριά κακοποίηση, ταπείνωση και χλευασμό, και όταν επιπλέον ξέρει ότι αρνήθηκε τα συναισθήματά του απέναντι στον πατέρα του, τότε αποκαλύπτεται η πηγή του μίσους του. Εκτός κι αν προτιμήσει κανείς να μην καταπιαστεί με το θέμα. Εγώ έπρεπε να το κάνω, γιατί ήλπιζα να βρω απαντήσεις για τα κίνητρα όχι μόνο του Χίτλερ, αλλά και άλλων τυράννων.
Σε όλες τις περιπτώσεις, βρήκα επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.
Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.
Ο Χίτλερ δεν θα έβρισκε πιθανότατα τόσους υποστηρικτές, εάν τα πρότυπα ανατροφής που ο ίδιος είχε γνωρίσει και οι τρομερές συνέπειές τους στη Γερμανία και την Αυστρία δεν ήταν τόσο διαδεδομένα.
[…] δεν έχω συναντήσει κανέναν εγκληματία που στα παιδικά του χρόνια να μην ήταν ο ίδιος θύμα.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους δεν γνωρίζουν τα κίνητρά τους, επειδή δεν έχουν πρόσβαση στα συναισθήματα και τις αναμνήσεις τους.
Ο Daniel J. Goldhagen, ο οποίος σε ένα βιβλίο του (D.J.G., Hitlers willege Vollstrecker, Siedler, 1996) βασίζεται κυρίως σε μαρτυρίες δραστών, αποκαλύπτει παράλληλα τα συναισθήματά τους, καθιστώντας το υλικό αυτό προσβάσιμο προς περαιτέρω έρευνα.
Τα παραθέματα και οι εικόνες του βιβλίου του τεκμηριώνουν σαφέστατα ότι τα ικανοποιημένα, γελαστά πρόσωπα των δραστών έδειχναν να ευχαριστιούνται το βασανισμό.
Δυστυχώς, ο Daniel Goldhagen στην έρευνά του φώτισε μόνο φαινομενολογικά την οικειοθελή συμμετοχή σε πράξεις βασανισμών και εξευτελισμών, μη λαμβάνοντας υπόψη του την παιδική ηλικία των δραστών.
Καταπιάνεται μεν με τα συναισθήματά τους, τα οποία ως τότε είχαν αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό, όμως, χωρίς το υπόβαθρο της ανατροφής στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, η συμπεριφορά τους παραμένει αινιγματική.
Ματαίως ο αναγνώστης αναζητά μια εξήγηση. Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Πώς συνέβη ένας πρώην δάσκαλος όπως ο Klaus Barbie και άλλοι άνδρες, που περιγράφονται από τις κόρες τους ως καλοί και στοργικοί πατεράδες, να βασάνισαν ή να έβαλαν να βασανιστούν αθώοι;
Το ερώτημα αυτό δεν το θέτει ο Goldman. Πιστεύει ότι παραπέμποντας στον γερμανικό αντισημιτισμό έχει ήδη προσφέρει μια ικανοποιητική απάντηση. Όμως, δεν το έχει κάνει.
Αν αιτία του Ολοκαυτώματος είναι ο γερμανικός αντισημιτισμός, τότε μένει ανεξήγητο για ποιο λόγο δεν είχαμε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο κιόλας μια γενοκτονία, τότε που ο αντισημιτισμός ήταν εξίσου ισχυρός. Και γιατί δεν είχαμε ένα Ολοκαύτωμα στις υπόλοιπες αντισημιτικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρωσία και άλλα ευρωπαϊκά κράτη;
Το επιχείρημα ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έφερε το λαό σε απόγνωση λόγω της ανεργίας και της φτώχειας, μια απόγνωση που εκτονώθηκε στη δολοφονία των Εβραίων, δεν είναι πειστικό, εάν λάβουμε υπόψη ότι ο Χίτλερ κατάφερε γρήγορα να δαμάσει το πρόβλημα της ανεργίας.
Κατά συνέπεια, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που μέχρι τώρα δεν έχουν εξεταστεί, ενώ θα έριχναν φως στην ερώτηση γιατί το Ολοκαύτωμα συνέβη στη Γερμανία και γιατί συνέβη εκείνη και όχι οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή.
Κατά την άποψή μου, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζω ως κακοποίηση νηπίων.
Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστικοί για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.
Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν.
Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής:
«Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της. Δυνατή και όμορφη τη θέλω τη νεολαία μου (…) έτσι θα μπορέσω να δημιουργήσω Νέο».
Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.
[…] Ο μοναδικός παράγοντας που διαφοροποιούσε τους σωτήρες από τους οπαδούς του ναζιστικού καθεστώτος ήταν, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των γονιών τους.
Όλοι σχεδόν οι σωτήρες δήλωσαν στις συνεντεύξεις τους ότι οι γονείς τους προσπάθησαν να τους διαπαιδαγωγήσουν με επιχειρήματα και όχι με τιμωρίες.
[…] Άνθρωποι που ως παιδιά έλαβαν στοργή και συμπαράσταση υιοθετούν από νωρίς τον γεμάτο κατανόηση και αυτόνομο τρόπο συμπεριφοράς των γονιών τους. Η αυτοπεποίθηση, η ικανότητα να αποφασίζουν και να συμπονούν ήταν κοινές σε όλους τους σωτήρες.
Το 70% από αυτούς δήλωσαν ότι αποφάσισαν μέσα σε λίγα λεπτά να παρέχουν την πρώτη φορά βοήθεια. Το 80% είπαν ότι δεν το συζήτησαν με κανέναν. Γιατί: “Έπρεπε να το κάνω, δεν άντεχα να βλέπω το άδικο και να μένω άπραγος”.
[…] Ένα παιδί που εχει ανατραφεί με τη χρήση βίας φοβάται να προσλάβει νέες εμπειρίες, γιατί στα μάτια του ελλοχεύει παντού ο κίνδυνος εντελώς ξαφνικά να τιμωρηθεί για υποτιθέμενα σφάλματα. Στον μετέπειτα ενήλικο θα λείπει η πυξίδα των εμπειριών, που θα τον καθοδηγούσε.
Γι’ αυτό και θα υποκλίνεται με δουλοπρέπεια μπροστά στην εξουσία και θα φέρεται στους πιο αδύναμους σαν να ήταν δούλοι του, έτσι όπως βίωσε ως παιδί την αυθαιρεσία των γονιών του.
[…] δεν είναι τα τραύματα αυτά καθ’ αυτά που έχουν ως άμεση συνέπεια την εμφάνιση νευρώσεων και τις εγκληματικές σταδιοδρομίες, αλλά ο τρόπος επεξεργασίας τους.
Εάν δεν υπάρξουν θετικοί παράγοντες, αν λείψουν τόσο η τρυφερότητα όσο και τα “πρόσωπα – αρωγοί”, παραμένουμε στην άρνηση της οδύνης και την εξιδανίκευση της βαναυσότητας με όλες τις καταστροφικές συνέπειες.
Όποιος έλαβε, ήδη από την προγλωσσική ηλικία, μια άκρως ταπεινωτική και βάναυη διαπαιδαγώγηση, συνήθως χωρίς “ενήμερους μάρτυρες”, θα έμαθε ενδεχομένως και να θαυμάζει αυτή τη βαναυσότητα, εάν κανένας στο περιβάλλον των πρώτων χρόνων ζωής του παιδιού δεν την αμφισβήτησε και δεν εκπροσωπούσε ανθρώπινες αξίες.
[…] Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας.
Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται.
Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλλληση στην αυταπάτη και αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Σε όλα μου τα βιβλία προσπάθησα να δείξω ότι η βία που ασκείται στα παιδιά γίνεται μπούμερανγκ για την κοινωνία. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα όταν έθεσα το ερώτημα τού από πού προέρχεται το μίσος, πώς γεννιέται. Θέλησα να μάθω γιατί κάποιοι κλίνουν προς την ακραία βία και κάποιοι άλλοι όχι. Μόνον όταν διερεύνησα διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων, άρχισα να καταλαβαίνω.
Γιατί όλοι τους στην παιδική ηλικία εκτέθηκαν σε αδιανόητα φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν ολωσδιόλου. Αυτή ακριβώς η άρνηση ήταν, κατά την άποψή μου, που τους οδήγησε σε πράξεις εκδίκησης όταν ήταν ενήλικοι. Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.
Όταν προσπάθησα να διασαφηνίσω, με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ και του Στάλιν, πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία, πολλοί άνθρωποι μου αντέτειναν ότι και οι ίδιοι είχαν συχνά φάει ξύλο και παρ’ όλα αυτά δεν έγιναν εγκληματίες.
Όταν τους ρωτούσα για λεπτομέρειες της παιδικής τους ηλικίας αποδεικνυόταν ότι κατά κανόνα υπήρχε τουλάχιστον ένα πρόσωπο που, ναι μεν δεν προστάτευε το παιδί από την κακοποίηση, αλλά του έδειχνε συμπάθεια ή ακόμη και αγάπη. Αυτό το πρόσωπο –ο «μάρτυρας – αρωγός», όπως το ονομάζω» υπήρχε, μεταξύ άλλων, στη ζωή του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος λέγεται πως είχε έναν εξαιρετικά βίαιο πατέρα αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη μετέδωσε στο γιο της τη γνώση για την ύπαρξη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι θα ήταν αδιανόητα.
Ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί. Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.
Όποιος ασχολείται με την παιδική κακοποίηση βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με το ανεξήγητο φαινόμενο γονείς να κακοποιούν ή να παραμελούν τα παιδιά τους με τον ίδιο τρόπο που υπέστησαν την κακοποίηση και την παραμέληση οι ίδιοι ως παιδιά. Όμως, ως ενήλικοι δεν θυμούνται πια τι υπέφεραν.
Στις περιπτώσεις σεξουαλικής επιθετικότητας εναντίον παιδιών, σχεδόν αποτελεί τον κανόνα οι δράστες να μη γνωρίζουν την προσωπική τους ιστορία ή, τουλάχιστον, να έχουν αποκοπεί από τα συναισθήματα που την συνόδευαν. Μόλις στη θεραπεία, αν αυτή είναι εφικτή, αποδεικνύεται ότι εκδραμάτιζαν κατ’ εξακολούθηση τη δική τους ιστορία επί πολλά χρόνια. Το φαινόμενο αυτό μπορώ να το εξηγήσω μόνον υποθέτοντας ότι οι πληροφορίες σχετικά με την κακοποίηση που βίωσαν οι άνθρωποι αυτοί στην παιδική τους ηλικία διατηρήθηκαν μόνιμα στον εγκέφαλό τους, αποθηκευμένες υπό μορφήν ασυνείδητων αναμνήσεων.
Είναι αδύνατο για ένα παιδί να έχει ένα συνειδητό βίωμα κακοποίησης χωρίς «ενήμερους μάρτυρες». Το παιδί πρέπει να απωθήσει αυτή τη γνώση, για να μην καταρρεύσει από την οδύνη και το φόβο. Όμως, οι ασυνείδητες αναμνήσεις ωθούν τους ανθρώπους να αναπαράγουν διαρκώς εκ νέου τις απωθημένες σκηνές, για να απελευθερωθούν από τους φόβους τους, που είναι κατάλοιπα της πρώιμης κακοποίησης.
Καθένας από αυτούς δημιουργεί καταστάσεις στις οποίες παίρνει τον ενεργό ρόλο, για να κυριαρχήσει πάνω στην αδυναμία του παιδιού και να διαφύγει τους ασυνείδητους φόβους. Ωστόσο, ούτε αυτό φέρνει τη λύτρωση. Ο ίδιος γίνεται ξανά και ξανά δράστης, βρίσκοντας κάθε φορά νέα θύματα. Όσο προβάλλει πάνω σε αποδιοπομπαίους τράγους το μίσος και το φόβο, δεν μπορεί να τα διαχειριστεί.
Μόνον όταν αναγνωρίσει το πραγματικό αίτιο και κατανοήσει τη φυσική του αντίδραση στο άδικο, μπορεί ο «τυφλός» να νικήσει το μίσος το οποίο μεταθέτει σε αθώους. Γιατί η λειτουργία του μίσους, η οποία είναι να συγκαλύψει την αλήθεια, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα καθίσταται περιττή. Άνθρωποι που, ενώ έχουν διαπράξει σεξουαλικά εγκλήματα, έχουν επεξεργαστεί την ιστορία τους στο πλαίσιο μιας θεραπείας δεν διατρέχουν, ως γνωστόν, κίνδυνο να συνεχίσουν να εκδραματίζουν τα τραύματά τους με καταστρεπτικό τρόπο.
Τι είναι αλήθεια το μίσος; Στα δικά μου μάτια είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο. Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς. Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή.
Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί από την ένταση αυτών των συναισθημάτων. Πού μπορούν να οδηγήσουν οι μηχανισμοί της μετάθεσης του μίσους απεδείχθη σε πάμπολλα παραδείγματα δικτατόρων. Κέρδισαν τα πλήθη και τα οδήγησαν στο φόνο στρέφοντας τα έντονα συναισθήματά τους, που ως τότε βρίσκονταν εν υπνώσει, εναντίον αποδιοπομπαίων τράγων. Γιατί τα συναισθήματα που γεννήθηκαν στα πρωταρχικά στάδια της ζωής και δεν εστίασαν κάπου, χρειάζονται ένα αντικείμενο, προκειμένου πράξεις που κάποτε δεν επιτρέπονταν στο παιδί να καταστούν δυνατές.
Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο.
Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό το ονομάζουμε ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο: μπορεί να είναι Τούρκοι, Ρομά, καταγόμενοι από την Μπιάφρα, Χούτου ή Τούτου’ μπορεί να είναι, όπως στην Κίνα του Μάο και στην Καμπότζη, διανοούμενοι.
Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι […] Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.
Όμως ούτε η σημερινή τους άγνοια ούτε ο θυμός που κάποτε καταπίεσαν και σήμερα απαρνούνται μπορούν να δικαιολογήσουν κατά οποιονδήποτε τρόπο την ακραία καταστροφική τους συμπεριφορά ή μπορούν να αξιώσουν τον οίκτο μας.
Όταν κάποιος ξέρει ότι ο Χίτλερ υπέστη από τον πατέρα του βαριά κακοποίηση, ταπείνωση και χλευασμό, και όταν επιπλέον ξέρει ότι αρνήθηκε τα συναισθήματά του απέναντι στον πατέρα του, τότε αποκαλύπτεται η πηγή του μίσους του. Εκτός κι αν προτιμήσει κανείς να μην καταπιαστεί με το θέμα. Εγώ έπρεπε να το κάνω, γιατί ήλπιζα να βρω απαντήσεις για τα κίνητρα όχι μόνο του Χίτλερ, αλλά και άλλων τυράννων.
Σε όλες τις περιπτώσεις, βρήκα επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.
Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.
Ο Χίτλερ δεν θα έβρισκε πιθανότατα τόσους υποστηρικτές, εάν τα πρότυπα ανατροφής που ο ίδιος είχε γνωρίσει και οι τρομερές συνέπειές τους στη Γερμανία και την Αυστρία δεν ήταν τόσο διαδεδομένα.
[…] δεν έχω συναντήσει κανέναν εγκληματία που στα παιδικά του χρόνια να μην ήταν ο ίδιος θύμα.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους δεν γνωρίζουν τα κίνητρά τους, επειδή δεν έχουν πρόσβαση στα συναισθήματα και τις αναμνήσεις τους.
Ο Daniel J. Goldhagen, ο οποίος σε ένα βιβλίο του (D.J.G., Hitlers willege Vollstrecker, Siedler, 1996) βασίζεται κυρίως σε μαρτυρίες δραστών, αποκαλύπτει παράλληλα τα συναισθήματά τους, καθιστώντας το υλικό αυτό προσβάσιμο προς περαιτέρω έρευνα.
Τα παραθέματα και οι εικόνες του βιβλίου του τεκμηριώνουν σαφέστατα ότι τα ικανοποιημένα, γελαστά πρόσωπα των δραστών έδειχναν να ευχαριστιούνται το βασανισμό.
Δυστυχώς, ο Daniel Goldhagen στην έρευνά του φώτισε μόνο φαινομενολογικά την οικειοθελή συμμετοχή σε πράξεις βασανισμών και εξευτελισμών, μη λαμβάνοντας υπόψη του την παιδική ηλικία των δραστών.
Καταπιάνεται μεν με τα συναισθήματά τους, τα οποία ως τότε είχαν αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό, όμως, χωρίς το υπόβαθρο της ανατροφής στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, η συμπεριφορά τους παραμένει αινιγματική.
Ματαίως ο αναγνώστης αναζητά μια εξήγηση. Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Πώς συνέβη ένας πρώην δάσκαλος όπως ο Klaus Barbie και άλλοι άνδρες, που περιγράφονται από τις κόρες τους ως καλοί και στοργικοί πατεράδες, να βασάνισαν ή να έβαλαν να βασανιστούν αθώοι;
Το ερώτημα αυτό δεν το θέτει ο Goldman. Πιστεύει ότι παραπέμποντας στον γερμανικό αντισημιτισμό έχει ήδη προσφέρει μια ικανοποιητική απάντηση. Όμως, δεν το έχει κάνει.
Αν αιτία του Ολοκαυτώματος είναι ο γερμανικός αντισημιτισμός, τότε μένει ανεξήγητο για ποιο λόγο δεν είχαμε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο κιόλας μια γενοκτονία, τότε που ο αντισημιτισμός ήταν εξίσου ισχυρός. Και γιατί δεν είχαμε ένα Ολοκαύτωμα στις υπόλοιπες αντισημιτικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρωσία και άλλα ευρωπαϊκά κράτη;
Το επιχείρημα ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έφερε το λαό σε απόγνωση λόγω της ανεργίας και της φτώχειας, μια απόγνωση που εκτονώθηκε στη δολοφονία των Εβραίων, δεν είναι πειστικό, εάν λάβουμε υπόψη ότι ο Χίτλερ κατάφερε γρήγορα να δαμάσει το πρόβλημα της ανεργίας.
Κατά συνέπεια, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που μέχρι τώρα δεν έχουν εξεταστεί, ενώ θα έριχναν φως στην ερώτηση γιατί το Ολοκαύτωμα συνέβη στη Γερμανία και γιατί συνέβη εκείνη και όχι οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή.
Κατά την άποψή μου, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζω ως κακοποίηση νηπίων.
Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστικοί για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.
Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν.
Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής:
«Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της. Δυνατή και όμορφη τη θέλω τη νεολαία μου (…) έτσι θα μπορέσω να δημιουργήσω Νέο».
Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.
[…] Ο μοναδικός παράγοντας που διαφοροποιούσε τους σωτήρες από τους οπαδούς του ναζιστικού καθεστώτος ήταν, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των γονιών τους.
Όλοι σχεδόν οι σωτήρες δήλωσαν στις συνεντεύξεις τους ότι οι γονείς τους προσπάθησαν να τους διαπαιδαγωγήσουν με επιχειρήματα και όχι με τιμωρίες.
[…] Άνθρωποι που ως παιδιά έλαβαν στοργή και συμπαράσταση υιοθετούν από νωρίς τον γεμάτο κατανόηση και αυτόνομο τρόπο συμπεριφοράς των γονιών τους. Η αυτοπεποίθηση, η ικανότητα να αποφασίζουν και να συμπονούν ήταν κοινές σε όλους τους σωτήρες.
Το 70% από αυτούς δήλωσαν ότι αποφάσισαν μέσα σε λίγα λεπτά να παρέχουν την πρώτη φορά βοήθεια. Το 80% είπαν ότι δεν το συζήτησαν με κανέναν. Γιατί: “Έπρεπε να το κάνω, δεν άντεχα να βλέπω το άδικο και να μένω άπραγος”.
[…] Ένα παιδί που εχει ανατραφεί με τη χρήση βίας φοβάται να προσλάβει νέες εμπειρίες, γιατί στα μάτια του ελλοχεύει παντού ο κίνδυνος εντελώς ξαφνικά να τιμωρηθεί για υποτιθέμενα σφάλματα. Στον μετέπειτα ενήλικο θα λείπει η πυξίδα των εμπειριών, που θα τον καθοδηγούσε.
Γι’ αυτό και θα υποκλίνεται με δουλοπρέπεια μπροστά στην εξουσία και θα φέρεται στους πιο αδύναμους σαν να ήταν δούλοι του, έτσι όπως βίωσε ως παιδί την αυθαιρεσία των γονιών του.
[…] δεν είναι τα τραύματα αυτά καθ’ αυτά που έχουν ως άμεση συνέπεια την εμφάνιση νευρώσεων και τις εγκληματικές σταδιοδρομίες, αλλά ο τρόπος επεξεργασίας τους.
Εάν δεν υπάρξουν θετικοί παράγοντες, αν λείψουν τόσο η τρυφερότητα όσο και τα “πρόσωπα – αρωγοί”, παραμένουμε στην άρνηση της οδύνης και την εξιδανίκευση της βαναυσότητας με όλες τις καταστροφικές συνέπειες.
Όποιος έλαβε, ήδη από την προγλωσσική ηλικία, μια άκρως ταπεινωτική και βάναυη διαπαιδαγώγηση, συνήθως χωρίς “ενήμερους μάρτυρες”, θα έμαθε ενδεχομένως και να θαυμάζει αυτή τη βαναυσότητα, εάν κανένας στο περιβάλλον των πρώτων χρόνων ζωής του παιδιού δεν την αμφισβήτησε και δεν εκπροσωπούσε ανθρώπινες αξίες.
[…] Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας.
Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται.
Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλλληση στην αυταπάτη και αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου