Μία μέρα που ξεκινάει με τον ήχο του ξυπνητηριού (περίεργη γενική, ε;) μπορεί να είναι βάρβαρη, αλλά τουλάχιστον κάποιον σκοπό έχει. Αυτό σκέφτηκα, ενώ τσέκαρα για 28η φορά τα χαρτιά μου. Βεβαιώθηκα πως είναι όλα εκεί, όπως τα τακτοποίησα το βράδυ, δεν είχαν πάει βόλτα, είχαν μείνει στη θέση τους, μέσα στον μωβ φάκελο. Τον έχωσα μέσα στην τσάντα μου, μαζί μ’ένα μπουκάλι νερό, μία μπανάνα, ένα τοστ τυλιγμένο και ένα τάπερ με μουσακά. Πήρα από τη βιβλιοθήκη μου το Πόλεμος και Ειρήνη (678 σελίδες, θα μου φτάσουν ελπίζω), ντύθηκα σε μοτίβο “κρεμμύδι”, μία κοντομάνικη μπλούζα, λεπτό πουλόβερ, χοντρή ζακέτα και μπουφάν. Έτοιμη. Πριν μπω στο ασανσέρ γύρισα πίσω. Άρπαξα τον φορτιστή του κινητού και κοντοστάθηκα μπροστά στο λάπτοπ. Υπερβολή, σκέφτηκα. Σιγά μην βρω να κάτσω, και να κρατάω όρθια το λάπτοπ; Στον ΟΑΕΔ πας κοπελιά, όχι για σπα. (Ούτε σε διαγωνισμό ορθογραφίας, ε;)
Έξω ήταν ακόμα σκοτάδι. Σε 10’ είχα φτάσει στο κτήριο της Δωδεκανήσου. Αναστέναξα με τον τρόπο που φαντάζομαι πως βαριαναστενάζει κάποιος πεπειραμένος πολεμιστής πριν τη μάχη. Εγώ όμως ήμουν πλήρως ανίδεη για τους αντιπάλους μου. Ανέβηκα τις σκάλες, -σιγά μη ρίσκαρα να μπω στο ασανσέρ, και αν δεν έχουν πληρώσει τη ΔΕΗ και κλειστώ μέσα; Αυτοί εδώ είναι βραδύποδες, θα με βγάλουν μετά από 3 μέρες και τα πολεμοφόδια μου με το ζόρι φτάνουν για 24 ώρες. Λαχανιασμένοι (ο Τολστόι και εγώ) φτάσαμε μπροστά στο Μαγικό Μηχάνημα που δεν έχω ιδέα πώς το λένε. Αυτό που πατάς ένα κουμπί και ξερνάει χαρτάκια με νούμερα. Ωραία, νωρίς έφτασα, μόνο 34 άνθρωποι με χωρίζουν από τη Μαγική Υπάλληλο.
Φυσικά και δεν υπήρχε άδεια καρέκλα, άσε που και να υπήρχε δεν θα τολμούσα να καθίσω, είναι κανόνας πως με το που ακουμπάς τον πισινό σου σε καρέκλα δημόσιας υπηρεσίας θα εμφανιστεί ύπουλα ένα σχεδόν ηλικιωμένος κύριος που θα σε αγριοκοιτάξει, ξεφυσήξει και αναφωνήσει «πώς να πάει μπροστά η χώρα όταν όλοι οι άξιοι νέοι έχουν φύγει και έχει μείνει μόνο η πλέμπα;». Και με το που θα σηκωθείς εσύ, στο χρώμα του αστακού από τα νεύρα και την ντροπή και με τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω σου –γιατί φυσικά το κοινό για κάτι τέτοια ζει και αναπνέει, ο γηραιός κύριος θα σου πει μελιστάλαχτα «α, όχι, όχι δεν θέλω να κάτσω, κύριε εσείς μήπως θέλετε να καθίσετε;» θα φωνάξει δυνατά στον 50άρη που στέκεται στην άλλη άκρη της αίθουσας, αυτός δεν θέλει να κάτσει, στο τέλος κανείς δεν θα κάτσει και η καρέκλα θα μείνει άδεια. Εσύ θα στέκεσαι παράμερα και θα σου λένε δυο – τρεις «κάτσε, κάτσε» εσύ θα λες «μα όχι, όχι, δεν θέλω να κάτσω» και στο τέλος θα μπει κάποιος συνομήλικος που δεν θα έχει ιδέα από το δράμα που έχει προηγηθεί, συνήθως με ακουστικά και κινητό ανά χείρας, δεν θα προσέξει τα βλέμματα που θα τον ακολουθήσουν, γεμάτος χαρά και άγνοια θα στρογγυλοκαθίσει στην καρέκλα που εσύ στερήθηκες και φυσικά κανείς δεν θα του πει τίποτα.
Για τέτοια είμαστε; Καλύτερα όρθιοι!
Εξάλλου πόση ώρα θα χρειαστεί να περιμένω; ΧΑ! Ας φάω το τοστάκι μου.
Θα προηγηθεί η κυρία που δεν έχει όλα τα χαρτιά αλλά επιμένει πως τα έχει, ο υπάλληλος που «κυρία μου σας εξηγώ» αυτή «ναι, αλλά είναι 3η φορά που έρχομαι» «ναι, αλλά χρειάζεται επικύρωση/ σφραγίδα από χρυσούχο/ εκτύπωση από 3D printer/ πιστοποιητικό με το οικόσημο της barbie» για να καταλήξουμε στο all time classic ηχητικό απόσπασμα «τη δουλειά μου προσπαθώ να κάνω» – «και εμείς κύριε τη δουλειά μας προσπαθούμε να κάνουμε» που λένε και οι δύο ταυτόχρονα σε συγχρονισμό τόσο άψογο, επιπέδου ρωσικού μπαλέτου και βάλε.
Κάποια στιγμή η μία από τους τρεις υπαλλήλους σταμάτησε να πατάει το Μαγικό Κουμπί που εμφανίζει νούμερα και αποφάσισε πως εκείνη είναι η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσει με τη συνάδελφο της για το πώς τα πέρασαν στο γάμο του Μάκη «και είχε ανοιχτό μπουφέ, ε;»
Σκέφτηκα να επιχειρήσω να την ανατινάξω...
Αλλά μετά σκέφτηκα πως
α) αν πετύχει θα με τρέχουν στα δικαστήρια και τα σάιτς θα πάρουν τις φωτογραφίες μου από το facebook και αυτήν την εποχή δεν μου αρέσει η profile pic μου και καλύτερα θα ήταν να το έχω πιο προστατευμένο το προφίλ μου αν πράγματι θέλω να αρχίσω να ζω τόσο επικίνδυνα.
β) αν δεν πετύχει όλο και κάποιος θα με βγάλει φωτογραφία να στέκομαι σαν την τρελή με τα δάχτυλα στο κεφάλι και κρίμα θα είναι να κυκλοφορήσει αυτή η φωτογραφία μου στο facebook, τα μαλλιά μου είναι χάλια, πρέπει να αρχίσω να προσέχω περισσότερο πώς βγαίνω έξω, αν πράγματι θέλω να αρχίσω να ζω τόσο επικίνδυνα.
Αφού πήρα αυτές τις αποφάσεις ζωής και ενώ είχε ήδη περάσει 1 ώρα και 46 λεπτά (ποιος τα μετράει;) και με χώριζαν μόλις 17 άνθρωποι από τη Μαγική Υπάλληλο, βγήκα στον προθάλαμο – πλατύσκαλο να πάρω μια ανάσα και μια μπουκιά μουσακά. Στρογγυλοκάθισα στη σκάλα, σηκώθηκα από τη σκάλα γιατί με αγριοκοίταζε ο κόσμος που περνούσε (λες να θέλουν να με ανατινάξουν;) εντόπισα μια μισοσπασμένη καρέκλα και με απαλές κινήσεις τοποθετήθηκα πάνω της. Και τότε θυμήθηκα. Είχα ξεχάσει να πάρω πιρούνι. Πάει ο μουσακάς, σκέφτηκα στεναχωρημένη. Ας διαβάσω έστω το βιβλίο μου.
- Α τι διαβάζεις;
(μην απαντήσεις, θα μπλέξεις. Μη σηκώσεις το κεφάλι, αν την κοιτάξεις έχεις χάσει. Κάνε πως δεν ακούς. Ή πως δεν καταλαβαίνεις, ναι ναι δεν καταλαβαίνεις. Είσαι ξένη. Αφού ρε ζώο το βιβλίο είναι στα ελληνικά, πώς δεν καταλαβαίνεις; Γαμώτο.)
-Α, τίποτα κάτι να περνάει η ώρα. Σηκώνω το κεφάλι γνωρίζοντας την ήττα μου. Γυναίκα γύρω στα 50, κακοντυμένη, μεγάλη τσάντα, ατημέλητα μαλλιά, ευγενική φυσιογνωμία, εμφανώς ταλαιπωρημένη. Στην κλίμακα 1 έως 5 “προσωπικότητες που πρέπει να αποφεύγεις στις δημόσιες υπηρεσίες” είναι στην κατηγορία 4. Φακ.
-Σήκω να κάτσω και τώρα άκου την ιστορία της ζωής μου, κάνοντας ευγενικούς ήχους και έχοντας συμπονετικές εκφράσεις.
Εντάξει, δεν το είπε ακριβώς με αυτές τις λέξεις, αυτό όμως είναι το νόημα και το ξέρουμε όλοι πολύ καλά.
Μισή ώρα αργότερα και με την εξάντληση να καταβάλει κάθε κύτταρο του σώματος και της ψυχής μου μπαίνω και πάλι στη Μαγική Αίθουσα. Πάνω από το Γκισέ 2 αναβοσβήνει το νούμερο μου. Κάνω ένα σάλτο και προσγειώνομαι πάνω στον νεαρό με τα ακουστικά. Είχε σηκωθεί σίγουρος πως δεν θα προλάβαινα και θα έπαιρνε τη σειρά μου. Τον κοίταξα υποτιμητικά.
- Πήρες την καρέκλα μου φίλε. Τη σειρά μου όμως μόνο πάνω από το πτώμα μου.
Εντάξει, όχι ακριβώς έτσι, το πιάσε(ς) όμως το νόημα.
Ανοίγω τον μωβ φάκελο, αραδιάζω όλα τα δικαιολογητικά, την σφραγίδα από χρυσούχο/ την εκτύπωση από 3D printer/ το πιστοποιητικό με το οικόσημο της barbie.
Ο υπάλληλος με κοιτάει με σαδιστικό χαμόγελο.
– Ναι, αλλά ξέχασες την επικύρωση από το γραφείο του μεγάλου Μανιτού.
Στέκομαι για ένα δευτερόλεπτο ακίνητη και μετά μετακινώ το βάρος μου στα αριστερά. Σφίγγω τα δόντια και με τα τελευταία ρινίσματα δύναμης που μου έχουν απομείνει πιάνω την τσάντα μου και βουτάω μέσα της. Αναδύομαι κρατώντας τον Τολστόι. Με μία θεατρική κίνηση ανοίγω τις σελίδες του και ταχυδακτυλουργικά εμφανίζω ένα διπλωμένο χαρτί. Ο υπάλληλος τα χάνει. Το ανοίγει με τρεμάμενα δάχτυλα. Ήταν η επικύρωση. Γνέφει καταφατικά. Κέρδισα. Ετοιμάζομαι για τη μεγάλη μου έξοδο, γεύομαι τη νίκη μου.
- Κοπελιά! Κοπελιά! Σου έπεσε ένα πιρούνι.
Καθώς σκύβω και το μαζεύω νιώθω την αστερόσκονη της νικήτριας να μετατρέπεται σε απλή σκόνη. Με πιάνει βήχας.
Έστω, θα γευτώ τον μουσακά.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου