«Από Τι Λες Να Εξαρτάται Το Χάσμα Που Μας Χωρίζει;» -«Από Τη Γέφυρα Που Θα Μας Ενώσει».
Όταν ένα παιδί έρχεται σε μια στιγμή που είναι επιθυμητό από τους γονείς του και εκείνοι έχουν συμφιλιωθεί με την δική τους παιδική ηλικία, τότε απολαμβάνει τα οφέλη να μεγαλώνει σε μια οικογένεια, όπου υπάρχει ο σεβασμός για την μοναδικότητά του, η αγάπη για την ύπαρξή του, άρα μια ισχυρή αίσθηση ατομικής ταυτότητας εδραιώνεται στο ψυχικό του σύστημα.
Κάποιοι γονείς, όμως, όσο κι αν λαχταρούν να αγαπήσουν, δεν έχουν επουλώσει τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας. Η αγάπη για εκείνους είναι μια απροσπέλαστη έννοια που δεν τη γεύτηκαν, δε γέμισε ο κόρφος τους από αυτήν, ώστε να γίνει η καρδιά τους ένας κήπος, όπου μέσα από αυτό θα προσφέρουν απλόχερα μυρωδάτα άνθη αγάπης. Ένα χέρσο χωράφι τους παραδόθηκε, όταν ήταν παιδιά, και δεν τους έμαθε κανείς να σπέρνουν. «Πώς να θερίσουμε ένα κουρσεμένο καρπό αγάπης, τι να παραδώσουμε στα παιδιά μας;», μονολογούν.
Αυτοί οι γονείς περιστρέφονται στο χρόνο και αδυνατούν να μεγαλώσουν. Παραμένουν πάντα παιδιά ψάχνοντας για τη δική τους χαμένη παιδική ηλικία. Όταν, λοιπόν, το παιδί τους έρχεται για να δηλώσει την παρουσία του σε μια χρονική στιγμή που είναι ανέτοιμοι να το δεχτούν, εκείνοι, ταραγμένοι που μια ενήλικη ευθύνη τους καλεί, τρομάζουν και ακολουθούν το μόνο ρόλο που γνωρίζουν.
«Είμαι ένα παιδί – γονιός, θα έρθω δίπλα σου, για να παίξουμε. Σαν φίλοι, σαν συμπαίκτες κι όταν το παζλ της ζωής μας μάς ζητήσει να το ενώσουμε, τότε παίζοντας θα το ανακατέψουμε. Κι εάν δεν μπορούμε να βρούμε τα κομμάτια, για να το συνθέσουμε, δεν θα γυρέψουμε την ευθύνη από κανένα μας. Γιατί είμαστε δυο παιδιά που παίζουν μαζί. Κι όταν μεγαλώσεις παιδί μου και στρέψεις το βλέμμα σου σε εμένα, με κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια και μου πεις «πού ήσουν μπαμπά;», τότε εγώ απολογητικά θα σου δείξω τα παιγνίδια μου και θα σου πω με παραπονεμένο βλέμμα: «μα ένα παιδί μόνο να παίζει μπορεί».
Οι γονείς, που ο χάρτης τους είχε ελλείψεις, άθελά τους ζητούν από το παιδί τους να χαρτογραφήσει τις χώρες τους, εκείνες που κανείς δεν τις εξερεύνησε για αυτούς. Επιδιώκουν κρυφά ή φανερά μέσα από τα μηνύματα, λεκτικά ή μη, να γίνει το παιδί τους, μέσα από την αγάπη που θα τους προσφέρει, ο οδηγός τους ή εκείνος που θα ηγηθεί, προκειμένου να ικανοποιήσει τα όνειρά τους, εκείνα που παρέμεναν στο συρτάρι ενός παλιού επίπλου, με μια προσμονή να τα αγκαλιάσει κάποιος για να αναγνωριστούν. Είναι σαν να του ζητούν, να μπει στη μάχη, για να κερδίσει τη δική τους χαμένη νίκη, ενώ εκείνοι μένουν στα μετόπισθεν.
Έτσι, το παιδί μαθαίνει να καταπιάνεται με το να οργανώνει το μυστικό κόσμο των γονιών του, προκειμένου να συντηρήσει την αγάπη τους αναλλοίωτη, και παγιδεύει άθελά του τη δική του παιδική ηλικία. Φοβάται πως, αν κάνει κάτι διαφορετικό, θα χάσει την αγάπη των γονιών του, η οποία άλλωστε είναι τόσο εύθραυστη και ευεπηρέαστη από τις αντιδράσεις του παιδιού τους.
Παραμένει, λοιπόν, παιδί που τους ικανοποιεί αιώνια, μήπως εκείνοι αναλάβουν κάποια στιγμή το ρόλο τους, αλλά ένα παιδί προσαρμοσμένο στα όνειρα των γονιών και όχι στην δική του παιδική ηλικία. Ή μεταμορφώνεται σε γονιό για εκείνους, προκειμένου να ικανοποιήσουν οι γονείς του την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία μπορεί να βιωθεί μέσα από το παιδί τους και να μην αντιμετωπίσουν τα συναισθήματά που τους γεννά εκείνη. Δεν μεγαλώνει συναισθηματικά το ίδιο, λοιπόν, σε πείσμα της χρονολογικής του ηλικίας. Νιώθει σαν μια τρεμάμενη κλωστή που περιμένει να γίνει υφάδι, να κεντηθούν πάνω του οι αναπαραστάσεις, για να μπορέσει να αδράξει την ευκαιρία για ζωή μέσα από τη σταθερή του παρουσία σε αυτήν, αλλά επειδή ο τεχνίτης είναι αδύναμος παραμένει ξέφτι..
Αυτοί οι γονείς, λοιπόν, απλώνουν το βλέμμα τους στο παιδί τους με μια προσμονή αγάπης. Προσδοκούν εξαρτημένοι από εκείνο πως η ματιά που θα επιστραφεί από το παιδί τους θα είναι γεμάτη επιβεβαίωση, ώστε να αποδεχτούν κι εκείνοι τον εαυτό τους. Κοιτάζουν παρακλητικά προσμένοντας από εκείνο να τους λατρέψει, για να αποκαταστήσουν το θρυμματισμένο τους καθρέφτη. Και ενώ ισχυρίζονται πως το βλέμμα που του απευθύνουν είναι αγάπη, αγνοούν τα υποσυνείδητα μηνύματα που του στέλνουν μέσα από αυτό: «Αγάπα με, για να αγαπήσω και εγώ τον εαυτό μου».
Σε κάποιους γονείς, μάλιστα, αυτό το βλέμμα έχει ένα χαρακτήρα παρακλητικό, σχεδόν ερωτικό: «Σε παρακαλώ, στρέψε το βλέμμα σου σε εμένα κι εγώ θα κάνω τα πάντα για εσένα». Στα παιδιά, που υπακούν από φόβο μήπως χάσουν το γονιό τους, δημιουργείται ένα άγχος το οποίο δεν μπορούν να διαχειριστούν, γιατί αναλαμβάνουν μια ευθύνη, που δεν τους ανήκει. Χάνουν το ρόλο του παιδιού, ενώ υποτιμούν βαθιά το γονιό τους, που δεν μπορεί να αναλάβει τον εαυτό του και τα συναισθήματά του.
Ένας έφηβος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ντρέπομαι για τον πατέρα μου. Ενώ είναι φτασμένος επαγγελματίας, στην προσωπική του ζωή κάνει πράγματα που δεν τον τιμούν. Καταλαβαίνω πως γυρεύει την επιβεβαίωση, γιατί δεν πιστεύει στον εαυτό του παρά τις επιτυχίες που έχει δημιουργήσει στον επαγγελματικό του τομέα. Όλα αυτά που γυρεύει από εμένα τα νιώθω σαν ένα τεράστιο βάρος που με κάνουν να λυγίζω. Κάθε φορά που με κοιτά, νιώθω στο βλέμμα του την ανάγκη να τον αποθεώσω, για να δώσει μια θέση τον εαυτό του. Επειδή δεν το έκανε ο δικός του πατέρας, το ψάχνει σε εμένα.
Όμως εγώ δεν μπορώ να γίνω πατέρας του, δεν μπορώ να μπω σε ένα ξένο ρόλο, παρά τη φορτικότητα του αιτήματός του. Θλίβομαι όμως γιατί, όταν δε συμμετέχω στα παιγνίδια του, νιώθω τη βαθιά του απογοήτευση του προς εμένα και αυτό με απαξιώνει. Όταν αποτυγχάνω, ενώ γυρεύω μια καθησυχαστική παρουσία σε εκείνον, για να γείρω τη θλίψη μου, στρέφει το βλέμμα του από εμένα ή με κοιτάζει με ένα βλέμμα απογοήτευσης ή ηττοπάθειας και καταλαβαίνω πως η αποτυχία μου ροκανίζει τον σαρακοφαγωμένο του θρόνο.
Νιώθω σαν να μη μπορώ να ακουμπήσω πουθενά. Μήπως, αν δώσω ένα τέλος στη ζωή μου, θα μπορέσω να βρω τη λύτρωση; Μπορεί τότε να σκύψει πάνω μου και να θυμηθεί το ρόλο του πατέρα που τον έχει αποξεχασμένο. Αν θρηνήσει για εμένα, μπορεί να βγει από την ανάγκη του να επιβεβαιώνεται από μένα, απαιτώντας να γίνω ο θρόνος του για να καθίσει εκείνος. Αν πάθω κάτι, μπορεί να βγει από τη δική του άρνηση και να με κοιτάξει επιτέλους. Εμένα και όχι τον εαυτό του μέσα από εμένα».
Αν οι γονείς δεν αναμετρηθούν με τα δικά τους δύσκολα συναισθήματα, για όλα αυτά που έχασαν, και αν δεν συμφιλιωθούν με τις απώλειες τους, τότε θα απαιτήσουν από το παιδί τους να ικανοποιήσει τις διψασμένες τους επιθυμίες. Το παιδί εξαρτάται από την αγάπη των γονιών του, φοβάται μην την χάσει και αλωθεί. Επομένως, προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στα συνειδητά ή υποσυνείδητα αιτήματά τους, ακόμα και αν αυτά διαστρεβλώνουν την ανάπτυξή του. Για να ικανοποιήσει τους γονείς του, φορά τη μάσκα ενός ψευδούς εαυτού, και χάνει τον εαυτό του.
Κι όταν δεν τα καταφέρνει, έρχεται η απογοήτευση να σφαλίσει την πόρτα των προσδοκιών των γονιών του για μια ακόμη φορά. Τότε, γεμίζουν σκόρπια συναισθήματα και αποσυρονται από τη σχέση με το παιδί τους, γιατί δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την επιθυμία τους να είναι το ιδανικό παιδί. ‘Ενα ιδανικό παιδί, όπως θα θέλανε να είναι και εκείνοι, για να τους αγαπήσουν περισσότερο ή για να γίνουν αποδεκτοί. Νιώθουν υπεύθυνοι, που χάσανε τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Επειδή χρεώνουν τον εαυτό τους για το ότι δεν τα καταφέρανε, ζητούν από το παιδί τους να πάρει αυτόν το ρόλο, για να επανακαθορίσει την αξία τους.
Αισθάνονται ότι αυτό το παιδί θα σβήσει όλα αυτά τα σημάδια, που χαράχτηκαν στην ψυχή τους από τον πόνο, και θα τους προσφέρει ένα νέο παράδεισο, από τον οποίο νιώθουν αποκλεισμένοι. Του ζητούν να φορέσει τη μάσκα του καλού παιδιού, για να δικαιώσει την πεποίθησή τους πως, αν ήταν τα ιδανικά παιδιά, θα κατάφερναν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά των γονέων τους. Έτσι, όμως, το παιδί επιφορτίζεται με ένα ρόλο που το βαραίνει, το ενοχοποιεί και το καθιστά αδύναμο να διαμορφώσει έναν αληθινό εαυτό. Χρεώνεται βάρη άλλων και νιώθει ανελεύθερο. Οπότε, χάνει κάθε αίσθηση της ατομικής του ταυτότητας και η αξία του γίνεται εξαιρετικά εύθραυστη.
Για να εμφυσήσει κάποιος τη ζωή στο παιδί του, θα πρέπει να το αγαπήσει βαθιά, μοναδικά, αφοσιωμένα. Να ακουμπήσει στο παιδί του ένα μέρος από τον εαυτό του, να παραδοθεί σε αυτό, να ενωθεί μαζί του. Τότε μιλάμε για άνθιση αγάπης. Αγαπάω το παιδί μου σημαίνει «νιώθω σεβασμό για τον εαυτό μου, νιώθω ικανοποιημένος -η με τις επιλογές μου, ακολουθώ μια πορεία ζωής, όπου τα ίχνη που χαράζω με κάνουν να νιώθω περηφάνια.
Ακόμα και τα λάθη που κάνω τα βλέπω ως ευκαιρία, για να αποκομίσω εμπειρίες ζωής και να προχωρήσω στο επόμενό μου βήμα πιο ολοκληρωμένος -η, έχοντας αφομοιώσει τα μαθήματά μου, τα οποία μοιράζομαι με άλλους που αγαπώ. Τότε μπορώ να κοιτάξω το παιδί μου και να του μεταδώσω μηνύματα αγάπης, τα οποία θα εμπεριέχουν σεβασμό, αξιοπρέπεια, ήθος».
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Όταν ένα παιδί έρχεται σε μια στιγμή που είναι επιθυμητό από τους γονείς του και εκείνοι έχουν συμφιλιωθεί με την δική τους παιδική ηλικία, τότε απολαμβάνει τα οφέλη να μεγαλώνει σε μια οικογένεια, όπου υπάρχει ο σεβασμός για την μοναδικότητά του, η αγάπη για την ύπαρξή του, άρα μια ισχυρή αίσθηση ατομικής ταυτότητας εδραιώνεται στο ψυχικό του σύστημα.
Κάποιοι γονείς, όμως, όσο κι αν λαχταρούν να αγαπήσουν, δεν έχουν επουλώσει τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας. Η αγάπη για εκείνους είναι μια απροσπέλαστη έννοια που δεν τη γεύτηκαν, δε γέμισε ο κόρφος τους από αυτήν, ώστε να γίνει η καρδιά τους ένας κήπος, όπου μέσα από αυτό θα προσφέρουν απλόχερα μυρωδάτα άνθη αγάπης. Ένα χέρσο χωράφι τους παραδόθηκε, όταν ήταν παιδιά, και δεν τους έμαθε κανείς να σπέρνουν. «Πώς να θερίσουμε ένα κουρσεμένο καρπό αγάπης, τι να παραδώσουμε στα παιδιά μας;», μονολογούν.
Αυτοί οι γονείς περιστρέφονται στο χρόνο και αδυνατούν να μεγαλώσουν. Παραμένουν πάντα παιδιά ψάχνοντας για τη δική τους χαμένη παιδική ηλικία. Όταν, λοιπόν, το παιδί τους έρχεται για να δηλώσει την παρουσία του σε μια χρονική στιγμή που είναι ανέτοιμοι να το δεχτούν, εκείνοι, ταραγμένοι που μια ενήλικη ευθύνη τους καλεί, τρομάζουν και ακολουθούν το μόνο ρόλο που γνωρίζουν.
«Είμαι ένα παιδί – γονιός, θα έρθω δίπλα σου, για να παίξουμε. Σαν φίλοι, σαν συμπαίκτες κι όταν το παζλ της ζωής μας μάς ζητήσει να το ενώσουμε, τότε παίζοντας θα το ανακατέψουμε. Κι εάν δεν μπορούμε να βρούμε τα κομμάτια, για να το συνθέσουμε, δεν θα γυρέψουμε την ευθύνη από κανένα μας. Γιατί είμαστε δυο παιδιά που παίζουν μαζί. Κι όταν μεγαλώσεις παιδί μου και στρέψεις το βλέμμα σου σε εμένα, με κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια και μου πεις «πού ήσουν μπαμπά;», τότε εγώ απολογητικά θα σου δείξω τα παιγνίδια μου και θα σου πω με παραπονεμένο βλέμμα: «μα ένα παιδί μόνο να παίζει μπορεί».
Οι γονείς, που ο χάρτης τους είχε ελλείψεις, άθελά τους ζητούν από το παιδί τους να χαρτογραφήσει τις χώρες τους, εκείνες που κανείς δεν τις εξερεύνησε για αυτούς. Επιδιώκουν κρυφά ή φανερά μέσα από τα μηνύματα, λεκτικά ή μη, να γίνει το παιδί τους, μέσα από την αγάπη που θα τους προσφέρει, ο οδηγός τους ή εκείνος που θα ηγηθεί, προκειμένου να ικανοποιήσει τα όνειρά τους, εκείνα που παρέμεναν στο συρτάρι ενός παλιού επίπλου, με μια προσμονή να τα αγκαλιάσει κάποιος για να αναγνωριστούν. Είναι σαν να του ζητούν, να μπει στη μάχη, για να κερδίσει τη δική τους χαμένη νίκη, ενώ εκείνοι μένουν στα μετόπισθεν.
Έτσι, το παιδί μαθαίνει να καταπιάνεται με το να οργανώνει το μυστικό κόσμο των γονιών του, προκειμένου να συντηρήσει την αγάπη τους αναλλοίωτη, και παγιδεύει άθελά του τη δική του παιδική ηλικία. Φοβάται πως, αν κάνει κάτι διαφορετικό, θα χάσει την αγάπη των γονιών του, η οποία άλλωστε είναι τόσο εύθραυστη και ευεπηρέαστη από τις αντιδράσεις του παιδιού τους.
Παραμένει, λοιπόν, παιδί που τους ικανοποιεί αιώνια, μήπως εκείνοι αναλάβουν κάποια στιγμή το ρόλο τους, αλλά ένα παιδί προσαρμοσμένο στα όνειρα των γονιών και όχι στην δική του παιδική ηλικία. Ή μεταμορφώνεται σε γονιό για εκείνους, προκειμένου να ικανοποιήσουν οι γονείς του την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία μπορεί να βιωθεί μέσα από το παιδί τους και να μην αντιμετωπίσουν τα συναισθήματά που τους γεννά εκείνη. Δεν μεγαλώνει συναισθηματικά το ίδιο, λοιπόν, σε πείσμα της χρονολογικής του ηλικίας. Νιώθει σαν μια τρεμάμενη κλωστή που περιμένει να γίνει υφάδι, να κεντηθούν πάνω του οι αναπαραστάσεις, για να μπορέσει να αδράξει την ευκαιρία για ζωή μέσα από τη σταθερή του παρουσία σε αυτήν, αλλά επειδή ο τεχνίτης είναι αδύναμος παραμένει ξέφτι..
Αυτοί οι γονείς, λοιπόν, απλώνουν το βλέμμα τους στο παιδί τους με μια προσμονή αγάπης. Προσδοκούν εξαρτημένοι από εκείνο πως η ματιά που θα επιστραφεί από το παιδί τους θα είναι γεμάτη επιβεβαίωση, ώστε να αποδεχτούν κι εκείνοι τον εαυτό τους. Κοιτάζουν παρακλητικά προσμένοντας από εκείνο να τους λατρέψει, για να αποκαταστήσουν το θρυμματισμένο τους καθρέφτη. Και ενώ ισχυρίζονται πως το βλέμμα που του απευθύνουν είναι αγάπη, αγνοούν τα υποσυνείδητα μηνύματα που του στέλνουν μέσα από αυτό: «Αγάπα με, για να αγαπήσω και εγώ τον εαυτό μου».
Σε κάποιους γονείς, μάλιστα, αυτό το βλέμμα έχει ένα χαρακτήρα παρακλητικό, σχεδόν ερωτικό: «Σε παρακαλώ, στρέψε το βλέμμα σου σε εμένα κι εγώ θα κάνω τα πάντα για εσένα». Στα παιδιά, που υπακούν από φόβο μήπως χάσουν το γονιό τους, δημιουργείται ένα άγχος το οποίο δεν μπορούν να διαχειριστούν, γιατί αναλαμβάνουν μια ευθύνη, που δεν τους ανήκει. Χάνουν το ρόλο του παιδιού, ενώ υποτιμούν βαθιά το γονιό τους, που δεν μπορεί να αναλάβει τον εαυτό του και τα συναισθήματά του.
Ένας έφηβος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ντρέπομαι για τον πατέρα μου. Ενώ είναι φτασμένος επαγγελματίας, στην προσωπική του ζωή κάνει πράγματα που δεν τον τιμούν. Καταλαβαίνω πως γυρεύει την επιβεβαίωση, γιατί δεν πιστεύει στον εαυτό του παρά τις επιτυχίες που έχει δημιουργήσει στον επαγγελματικό του τομέα. Όλα αυτά που γυρεύει από εμένα τα νιώθω σαν ένα τεράστιο βάρος που με κάνουν να λυγίζω. Κάθε φορά που με κοιτά, νιώθω στο βλέμμα του την ανάγκη να τον αποθεώσω, για να δώσει μια θέση τον εαυτό του. Επειδή δεν το έκανε ο δικός του πατέρας, το ψάχνει σε εμένα.
Όμως εγώ δεν μπορώ να γίνω πατέρας του, δεν μπορώ να μπω σε ένα ξένο ρόλο, παρά τη φορτικότητα του αιτήματός του. Θλίβομαι όμως γιατί, όταν δε συμμετέχω στα παιγνίδια του, νιώθω τη βαθιά του απογοήτευση του προς εμένα και αυτό με απαξιώνει. Όταν αποτυγχάνω, ενώ γυρεύω μια καθησυχαστική παρουσία σε εκείνον, για να γείρω τη θλίψη μου, στρέφει το βλέμμα του από εμένα ή με κοιτάζει με ένα βλέμμα απογοήτευσης ή ηττοπάθειας και καταλαβαίνω πως η αποτυχία μου ροκανίζει τον σαρακοφαγωμένο του θρόνο.
Νιώθω σαν να μη μπορώ να ακουμπήσω πουθενά. Μήπως, αν δώσω ένα τέλος στη ζωή μου, θα μπορέσω να βρω τη λύτρωση; Μπορεί τότε να σκύψει πάνω μου και να θυμηθεί το ρόλο του πατέρα που τον έχει αποξεχασμένο. Αν θρηνήσει για εμένα, μπορεί να βγει από την ανάγκη του να επιβεβαιώνεται από μένα, απαιτώντας να γίνω ο θρόνος του για να καθίσει εκείνος. Αν πάθω κάτι, μπορεί να βγει από τη δική του άρνηση και να με κοιτάξει επιτέλους. Εμένα και όχι τον εαυτό του μέσα από εμένα».
Αν οι γονείς δεν αναμετρηθούν με τα δικά τους δύσκολα συναισθήματα, για όλα αυτά που έχασαν, και αν δεν συμφιλιωθούν με τις απώλειες τους, τότε θα απαιτήσουν από το παιδί τους να ικανοποιήσει τις διψασμένες τους επιθυμίες. Το παιδί εξαρτάται από την αγάπη των γονιών του, φοβάται μην την χάσει και αλωθεί. Επομένως, προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στα συνειδητά ή υποσυνείδητα αιτήματά τους, ακόμα και αν αυτά διαστρεβλώνουν την ανάπτυξή του. Για να ικανοποιήσει τους γονείς του, φορά τη μάσκα ενός ψευδούς εαυτού, και χάνει τον εαυτό του.
Κι όταν δεν τα καταφέρνει, έρχεται η απογοήτευση να σφαλίσει την πόρτα των προσδοκιών των γονιών του για μια ακόμη φορά. Τότε, γεμίζουν σκόρπια συναισθήματα και αποσυρονται από τη σχέση με το παιδί τους, γιατί δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την επιθυμία τους να είναι το ιδανικό παιδί. ‘Ενα ιδανικό παιδί, όπως θα θέλανε να είναι και εκείνοι, για να τους αγαπήσουν περισσότερο ή για να γίνουν αποδεκτοί. Νιώθουν υπεύθυνοι, που χάσανε τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Επειδή χρεώνουν τον εαυτό τους για το ότι δεν τα καταφέρανε, ζητούν από το παιδί τους να πάρει αυτόν το ρόλο, για να επανακαθορίσει την αξία τους.
Αισθάνονται ότι αυτό το παιδί θα σβήσει όλα αυτά τα σημάδια, που χαράχτηκαν στην ψυχή τους από τον πόνο, και θα τους προσφέρει ένα νέο παράδεισο, από τον οποίο νιώθουν αποκλεισμένοι. Του ζητούν να φορέσει τη μάσκα του καλού παιδιού, για να δικαιώσει την πεποίθησή τους πως, αν ήταν τα ιδανικά παιδιά, θα κατάφερναν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά των γονέων τους. Έτσι, όμως, το παιδί επιφορτίζεται με ένα ρόλο που το βαραίνει, το ενοχοποιεί και το καθιστά αδύναμο να διαμορφώσει έναν αληθινό εαυτό. Χρεώνεται βάρη άλλων και νιώθει ανελεύθερο. Οπότε, χάνει κάθε αίσθηση της ατομικής του ταυτότητας και η αξία του γίνεται εξαιρετικά εύθραυστη.
Για να εμφυσήσει κάποιος τη ζωή στο παιδί του, θα πρέπει να το αγαπήσει βαθιά, μοναδικά, αφοσιωμένα. Να ακουμπήσει στο παιδί του ένα μέρος από τον εαυτό του, να παραδοθεί σε αυτό, να ενωθεί μαζί του. Τότε μιλάμε για άνθιση αγάπης. Αγαπάω το παιδί μου σημαίνει «νιώθω σεβασμό για τον εαυτό μου, νιώθω ικανοποιημένος -η με τις επιλογές μου, ακολουθώ μια πορεία ζωής, όπου τα ίχνη που χαράζω με κάνουν να νιώθω περηφάνια.
Ακόμα και τα λάθη που κάνω τα βλέπω ως ευκαιρία, για να αποκομίσω εμπειρίες ζωής και να προχωρήσω στο επόμενό μου βήμα πιο ολοκληρωμένος -η, έχοντας αφομοιώσει τα μαθήματά μου, τα οποία μοιράζομαι με άλλους που αγαπώ. Τότε μπορώ να κοιτάξω το παιδί μου και να του μεταδώσω μηνύματα αγάπης, τα οποία θα εμπεριέχουν σεβασμό, αξιοπρέπεια, ήθος».
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου