Το πρωινό της 6ης Αυγούστου του 1945, έμοιαζε να είναι το ίδιο με όλα τα υπόλοιπα του καλοκαιριού. Είχαν κυλίσει πολλοί μήνες ο ένας μετά τον άλλο– εκείνου του παράλογου -όπως στο τέλος αποδεικνύεται για κάθε νικημένο- πολέμου. Ο κομπασμός και η έπαρση των πρώτων χρόνων είχαν δώσει την θέση τους στην αγωνία ενός σίγουρου πια, σχεδόν αναπόφευκτου θανάτου. Όμως εκείνη είχε γλυτώσει.
Οι γονείς της σχεδόν την φυγάδευσαν μια νύχτα του περασμένου Σεπτέμβρη από το Τόκιο. Την πρωτεύουσα που κάθε λίγο και λιγάκι έκαιγαν τα ασταμάτητα από την αυτοκρατορική αεροπορία αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-29.
Η ίδια είχε μάθει να αναγνωρίζει τον ήχο τους μίλια μακριά.
Και έτρεχε λεπτά ακόμα πριν φτάσουν να κρύψει το μικροκαμωμένο κορμάκι της στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας.
Στο ντουλάπι με τον σπασμένο μεντεσέ και τον «ήλιο που δεν έδυε ποτέ» ζωγραφισμένο στο ξύλινο πορτάκι.
Στο ντουλάπι που μύριζε κάτι ανάμεσα στην διαπεραστική μυρωδιά από το σάκε που έπινε ο παππούς της και την γλυκιά οσμή από τα φύλλα δυόσμου που φύλαγε σε μια γωνιά η μητέρα της.
Μέσα σε αυτό το υπέροχο ντουλάπι νικούσε μεθυσμένη καθώς ήταν από τις μυρωδιές τον φόβο της. Δεν άκουγε τον απειλητικό βόμβο των μηχανών από τα τεράστια βομβαρδιστικά των Αμερικανών που απλώνανε τον τρομερό τους ίσκιο, καθώς πετούσαν χαμηλά πάνω από το χωριό τους στον μυχό του κόλπου στο βάθος του οποίου αναπαυόταν η πρωτεύουσα.
Σχεδόν κάθε βράδυ, το ίδιο τελετουργικό. Τα αεροπλάνα να απογειώνονται από τις βάσεις τους και να παίρνουν τον δρόμο για το Τόκιο.
Το radar της μικρής να τα εγκλωβίζει μίλια πριν φτάσουν τις ακτές.
Φωνές, ουρλιαχτά, δάκρυα. Έπειτα η δυνατή μυρωδιά του ντουλαπιού της κουζίνας. Οι χτύποι της καρδιάς που σιγά-σιγά επανέρχονται στο φυσιολογικό.
Μετά οι παχιές σκιές των βομβαρδιστικών πάνω από τα ξύλινα σπίτια τους.
Η φωνή του παππού καθησυχαστική. «Περνούν από δω αλλά ρίχνουν τις βόμβες τους παρακάτω».
Και η νύχτα –η κάθε νύχτα πια– γυμνή από τα αστέρια της και την μεγάλη πόλη στο βάθος του κόλπου να καίει σαν την βάτο στο όρος Σινά που έλεγαν οι καλόγριες στην καθολική ιεραποστολή τα χρόνια πριν τον πόλεμο.
Μια φωτιά γιγάντια και επιβλητική. Όμορφη μέσα στην σκοτεινή νύχτα. Όμορφη αν δεν έκαιγε ανθρώπους.
Όλο το χωριό μαζεμένο να παρακολουθεί το απόκοσμο θέαμα σιωπηλό και φοβισμένο. Κάθε βράδυ.
Το περσινό καλοκαίρι άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες και στα μέρη τους. «Δεν θα έχουν πολλά πια να κάψουν στο Τόκιο», ψιθύριζε συννεφιασμένος ο παππούς.
Κι έτσι τον Σεπτέμβρη την έστειλαν στους θείους της στον νότο. Εκεί θα είναι ασφαλής. Εκεί θα φοβάται λιγότερο.
Πέρασαν πράγματι τόσοι μήνες και δεν είδε αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι της. Σχεδόν είχε ξεχάσει τον θόρυβο που κάνουν οι μηχανές των βομβαρδιστικών.
Μα τώρα ξύπνησε έχοντας στο αυτί της το βουητό της μηχανής. Ήχος χαμηλός, ασήμαντος μα το ίδιο απειλητικός.
Τότε σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό και το είδε. Ήταν ένα μονάχο του.
Έβγαινε και έμπαινε στα λευκά σύννεφα σαν ασημένια μπαλαρίνα.
Είδε να αφήνει ένα μεγάλο βαρέλι πάνω από το κέντρο της πόλης.
Μετά είδε το μανιτάρι του θανάτου να υψώνεται.
Ένιωσε τον αέρα να καίει τα μάτια της και πριν το μικρό της κορμάκι σκορπίσει –αέρας και στάχτη– στον ορίζοντα, πρόλαβε να χωθεί με το μυαλό της μέσα στο μικρό της ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας.
Στο ντουλάπι με τον σπασμένο μεντεσέ και τον «ήλιο που δεν έδυε ποτέ» ζωγραφισμένο στο ξύλινο πορτάκι.
Στο ντουλάπι που μύριζε οινόπνευμα και δυόσμο. Να πεθάνει εκεί ήρεμη. Λίγο πριν την σκοτώσουν.
Φιλιά από την Εσπερία
Ηλίας
Υ.Γ. Στις 6 Αυγούστου του 1945, οι Αμερικανοί έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα στην Χιροσίμα. Τρεις μέρες μετά είχε σειρά το Ναγκασάκι. Ο αριθμός των νεκρών απροσδιόριστος, κάπου μεταξύ 160.000 και 250.000. Ο «ψυχρός πόλεμος» ξεκινούσε με ένα τρομακτικό έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα που έμελε να μείνει ατιμώρητο όπως και τόσα άλλα άλλωστε. Οι Αμερικανοί διάλεξαν να κτυπήσουν πόλεις που είχαν μείνει ανέπαφες από τον πόλεμο, προκειμένου να δείξουν την ισχύ των νέων τρομερών τους όπλων. Οι βόμβες έπεσαν στην Ιαπωνία για τα τις δουν οι Σοβιετικοί απέναντι. Για να μην ξεχνάμε τους τρόπους με τους οποίους οι ισχυροί διαπραγματεύονται.
(Αγαπητέ Ηλία, τι ωραία που τα γράφεις. Σκέφτομαι να αφήσω τα νησιά και να έρθω να μείνω στην Βρετανία, για να τα γράφω κι εγώ έτσι ωραία. Άντε, οι διακοπές σου πλησιάζουν. Μάλλον θα είναι οι τελευταίες σου διακοπές στην Ελλάδα, γιατί, μόλις φύγεις, θα ρίξω ατομική βόμβα. Άλλη λύση δεν βλέπω. Είναι η μόνη εναλλακτική στο ευρώ. Να είσαι καλά.)
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Οι γονείς της σχεδόν την φυγάδευσαν μια νύχτα του περασμένου Σεπτέμβρη από το Τόκιο. Την πρωτεύουσα που κάθε λίγο και λιγάκι έκαιγαν τα ασταμάτητα από την αυτοκρατορική αεροπορία αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-29.
Η ίδια είχε μάθει να αναγνωρίζει τον ήχο τους μίλια μακριά.
Και έτρεχε λεπτά ακόμα πριν φτάσουν να κρύψει το μικροκαμωμένο κορμάκι της στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας.
Στο ντουλάπι με τον σπασμένο μεντεσέ και τον «ήλιο που δεν έδυε ποτέ» ζωγραφισμένο στο ξύλινο πορτάκι.
Στο ντουλάπι που μύριζε κάτι ανάμεσα στην διαπεραστική μυρωδιά από το σάκε που έπινε ο παππούς της και την γλυκιά οσμή από τα φύλλα δυόσμου που φύλαγε σε μια γωνιά η μητέρα της.
Μέσα σε αυτό το υπέροχο ντουλάπι νικούσε μεθυσμένη καθώς ήταν από τις μυρωδιές τον φόβο της. Δεν άκουγε τον απειλητικό βόμβο των μηχανών από τα τεράστια βομβαρδιστικά των Αμερικανών που απλώνανε τον τρομερό τους ίσκιο, καθώς πετούσαν χαμηλά πάνω από το χωριό τους στον μυχό του κόλπου στο βάθος του οποίου αναπαυόταν η πρωτεύουσα.
Σχεδόν κάθε βράδυ, το ίδιο τελετουργικό. Τα αεροπλάνα να απογειώνονται από τις βάσεις τους και να παίρνουν τον δρόμο για το Τόκιο.
Το radar της μικρής να τα εγκλωβίζει μίλια πριν φτάσουν τις ακτές.
Φωνές, ουρλιαχτά, δάκρυα. Έπειτα η δυνατή μυρωδιά του ντουλαπιού της κουζίνας. Οι χτύποι της καρδιάς που σιγά-σιγά επανέρχονται στο φυσιολογικό.
Μετά οι παχιές σκιές των βομβαρδιστικών πάνω από τα ξύλινα σπίτια τους.
Η φωνή του παππού καθησυχαστική. «Περνούν από δω αλλά ρίχνουν τις βόμβες τους παρακάτω».
Και η νύχτα –η κάθε νύχτα πια– γυμνή από τα αστέρια της και την μεγάλη πόλη στο βάθος του κόλπου να καίει σαν την βάτο στο όρος Σινά που έλεγαν οι καλόγριες στην καθολική ιεραποστολή τα χρόνια πριν τον πόλεμο.
Μια φωτιά γιγάντια και επιβλητική. Όμορφη μέσα στην σκοτεινή νύχτα. Όμορφη αν δεν έκαιγε ανθρώπους.
Όλο το χωριό μαζεμένο να παρακολουθεί το απόκοσμο θέαμα σιωπηλό και φοβισμένο. Κάθε βράδυ.
Το περσινό καλοκαίρι άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες και στα μέρη τους. «Δεν θα έχουν πολλά πια να κάψουν στο Τόκιο», ψιθύριζε συννεφιασμένος ο παππούς.
Κι έτσι τον Σεπτέμβρη την έστειλαν στους θείους της στον νότο. Εκεί θα είναι ασφαλής. Εκεί θα φοβάται λιγότερο.
Πέρασαν πράγματι τόσοι μήνες και δεν είδε αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι της. Σχεδόν είχε ξεχάσει τον θόρυβο που κάνουν οι μηχανές των βομβαρδιστικών.
Μα τώρα ξύπνησε έχοντας στο αυτί της το βουητό της μηχανής. Ήχος χαμηλός, ασήμαντος μα το ίδιο απειλητικός.
Τότε σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό και το είδε. Ήταν ένα μονάχο του.
Έβγαινε και έμπαινε στα λευκά σύννεφα σαν ασημένια μπαλαρίνα.
Είδε να αφήνει ένα μεγάλο βαρέλι πάνω από το κέντρο της πόλης.
Μετά είδε το μανιτάρι του θανάτου να υψώνεται.
Ένιωσε τον αέρα να καίει τα μάτια της και πριν το μικρό της κορμάκι σκορπίσει –αέρας και στάχτη– στον ορίζοντα, πρόλαβε να χωθεί με το μυαλό της μέσα στο μικρό της ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας.
Στο ντουλάπι με τον σπασμένο μεντεσέ και τον «ήλιο που δεν έδυε ποτέ» ζωγραφισμένο στο ξύλινο πορτάκι.
Στο ντουλάπι που μύριζε οινόπνευμα και δυόσμο. Να πεθάνει εκεί ήρεμη. Λίγο πριν την σκοτώσουν.
Φιλιά από την Εσπερία
Ηλίας
Υ.Γ. Στις 6 Αυγούστου του 1945, οι Αμερικανοί έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα στην Χιροσίμα. Τρεις μέρες μετά είχε σειρά το Ναγκασάκι. Ο αριθμός των νεκρών απροσδιόριστος, κάπου μεταξύ 160.000 και 250.000. Ο «ψυχρός πόλεμος» ξεκινούσε με ένα τρομακτικό έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα που έμελε να μείνει ατιμώρητο όπως και τόσα άλλα άλλωστε. Οι Αμερικανοί διάλεξαν να κτυπήσουν πόλεις που είχαν μείνει ανέπαφες από τον πόλεμο, προκειμένου να δείξουν την ισχύ των νέων τρομερών τους όπλων. Οι βόμβες έπεσαν στην Ιαπωνία για τα τις δουν οι Σοβιετικοί απέναντι. Για να μην ξεχνάμε τους τρόπους με τους οποίους οι ισχυροί διαπραγματεύονται.
(Αγαπητέ Ηλία, τι ωραία που τα γράφεις. Σκέφτομαι να αφήσω τα νησιά και να έρθω να μείνω στην Βρετανία, για να τα γράφω κι εγώ έτσι ωραία. Άντε, οι διακοπές σου πλησιάζουν. Μάλλον θα είναι οι τελευταίες σου διακοπές στην Ελλάδα, γιατί, μόλις φύγεις, θα ρίξω ατομική βόμβα. Άλλη λύση δεν βλέπω. Είναι η μόνη εναλλακτική στο ευρώ. Να είσαι καλά.)
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου