Η Μαύρη Βασίλισσα πήρε τη θέση της δίπλα στο Βασιλιά. Έτσι, γινόταν χρόνια τώρα, πριν από τον καιρό της, και σίγουρα έτσι θα συνεχιζόταν να γίνεται και μετά απ’ αυτήν. Το Λευκό και το Μαύρο Βασίλειο βρίσκονταν σε πόλεμο. Μια μάχη με ένα μόνο νικητή. Αλλά ο Βασιλιάς που αγαπούσε δεν ήταν αυτός που στεκόταν τώρα δίπλα της. Ήταν αυτός που στεκόταν στην απέναντι παράταξη με τη δική του Βασίλισσα στο πλευρό του. Τον είχε δει για πρώτη φορά, όταν άρχισαν οι Μεγάλες Διαπραγματεύσεις, για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Ο Λευκός Βασιλιάς. Ο Βασιλιάς της. Τον ερωτεύτηκε, γιατί δε γινόταν αλλιώς. Και την ερωτεύτηκε κι εκείνος. Ήταν μια αμοιβαία καταστροφή. Ένα αμοιβαίο λάθος. Ήταν η κορυφαία πράξη του δράματος. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε εκείνη τη στιγμή. Ήταν αφελής. Γιατί οι Διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Τα δύο βασίλεια κήρυξαν πόλεμο. Και τώρα στεκόταν ντυμένη στα μαύρα, χλωμή και ανέκφραστη με μια μόνο διαταγή. Να σκοτώσει το Λευκό Βασιλιά. Να σκοτώσει το Βασιλιά της. Εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Άσπρο και μαύρο. Το πεδίο της μάχης. Τίποτα δεν ήταν θέμα τύχης. Υπάρχουν κανόνες σε κάθε πόλεμο. Υπάρχει ορισμένος χρόνος για κάθε κίνηση. Τα πιόνια που επιτίθενται και τα πιόνια που θυσιάζονται. Μοναδικός στόχος να πεθάνει ο αντίπαλος βασιλιάς. Σε κάθε σύγκρουση. Σε κάθε μάχη. Στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα μοναδικός σκοπός είναι η νίκη. Αλλά ποιος κινεί τα πιόνια τελικά; Ποιος είναι αυτός που αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Ποιος είναι αυτός που κρατάει την καρδιά της στα χέρια του; Το καμπανάκι χτυπά. Οι αντίπαλοι παίρνουν τις θέσεις τους. Στέκεται και κοιτάζει ανίκανη να σταματήσει το φονικό. Ούτε δάκρυα δεν τρέχουν πια. Δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, να νιώσει ή να τρέξει μακριά απ’ όλα αυτά. Ακίνητη, στο μαύρο της τετράγωνο, περιμένει υπομονετικά τη σειρά της. Την κίνησή της. Από παντού ακούγονται αλαλαγμοί και κραυγές. Θέλει να κλείσει τα αυτιά της. Να σωπάσουν όλα γύρω της. Αλλά δεν μπορεί. Δεν έχει χρόνο. Οι Λευκοί Στρατιώτες ξεκινούν πρώτοι την επίθεση. Οι Μαύροι αντεπιτίθονται. Πρώτο κύμα. Δεύτερο κύμα. Τρίτο κύμα. Οι επιθέσεις αλλεπάλληλες. Καμία πλευρά δε δείχνει έλεος. Οι περισσότεροι στρατιώτες πέφτουν νεκροί. Οι σάλπιγγες ηχούν. Οι ιππείς παρατάσσονται και εφορμούν. Οι στρατηγικές αλλάζουν με κάθε κίνηση του αντιπάλου. Τα μαύρα και τα άσπρα άλογα ξεκινούν τον άγριο χορό τους. Τα χλιμιντρίσματα, οι κλαγγές των όπλων και το αίμα κυριαρχούν. Κυρίως το αίμα. Έχει σταματήσει να βλέπει χρώματα πια. Παντού υπάρχει αίμα. Και η μοναδική εικόνα στο μυαλό της είναι το αίμα του Βασιλιά της στα χέρια της. Θέλει να ουρλιάξει. Θέλει να πεθάνει. Έχεις νιώσει ποτέ απόγνωση; Αυτό ήταν απόγνωση. Οι αξιωματικοί ουρλιάζουν διαταγές και συγκλίνουν για να προστατέψουν το Βασιλιά τους. Να πάρουν καινούριες αποφάσεις. Να εξετάσουν την κατάσταση του στρατεύματος. Μεγάλες μπάλες φωτιάς άρχισαν να εκτοξεύονται. Κραυγές ξανά. Αυτήν τη φορά όμως, ήταν κραυγές αγωνίας ανθρώπων, που καίγονται ζωντανοί. Βλέπει τη φωτιά και μυρίζει την καμένη σάρκα. Φτάνουν νέα. Ο αριστερός πύργος του Λευκού Βασιλείου έχει πέσει. Είναι θέμα χρόνου να πέσει και ο δεξιός. Οι μαύροι πύργοι είχαν ήδη μπει στη μάχη. Η Λευκή Βασίλισσα είχε πιαστεί αιχμάλωτη. Κομμάτι κομμάτι, όλα έμπαιναν στη θέση τους και ένιωθε τη στιγμή, που φοβόταν περισσότερο, να πλησιάζει. Είχε την εντύπωση πως αυτή η μάχη είχε διαρκέσει μέρες, ίσως και μήνες, αλλά ο χρόνος είναι σχετικός.
Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Και τόση ώρα δε φοβόταν για τη δική της ζωή.
Δεν προσευχόταν για τη δική τους νίκη. Στο τέλος όμως δεν είχε καμία σημασία τι ήθελε εκείνη. Της είχε αφαιρεθεί, ξεκάθαρα, το δικαίωμα να αποφασίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ζωή της δεν ήταν στα χέρια της. Την τάραξε το σούσουρο και ο αναβρασμός που επικράτησε. Ο αξιωματικός το είπε ξεκάθαρα. Ο Λευκός Βασιλιάς ήταν εκτεθειμένος. Η καρδιά της σταμάτησε. Όλα σταμάτησαν. Για λίγο. Ο Μαύρος Βασιλιάς γύρισε προς το μέρος της. «Πήγαινε», της είπε. Παγωμένα. Χωρίς ντροπή. Χωρίς συναίσθημα.
Λες και διέταζε κάποιο από τα σκυλιά του να πάει να φέρει το θήραμα. Και αυτό δε διέφερε πολύ από την πραγματικότητα. Έγνεψε καταφατικά και άρχισε να κινείται. Μέσα στη νύχτα. Μέσα στα πτώματα και τις φωτιές και τα κατεστραμμένα οχυρώματα. Μέσα στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά, διαγώνια. Δεν την ένοιαζε. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν σε εκείνον. Στεκόταν θλιμμένος κοιτώντας το στρατό του να αποδεκατίζεται και το βασίλειό του να χάνεται. Της φαινόταν κουρασμένος και ταυτόχρονα η προσωποποίηση της δύναμης.
Στα δεξιά ο πύργος έδινε τη μάχη του να κρατηθεί. Στα αριστερά οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να απωθήσουν στρατιώτες. Οπότε οι πληροφορίες ήταν σωστές. Ο Βασιλιάς ήταν όντως εκτεθειμένος. «Εσένα έστειλε τελικά;» Δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει ακόμα, αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί. Αισθάνθηκε τόσο λίγη για την αγάπη του. Δεν την άξιζε. «Ναι». «Καλά έκανε». Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Εκείνος την κοίταξε. «Δεν καταλαβαίνεις; Έτσι μπορώ να σε δω για τελευταία φορά. Από το δικό σου χέρι αντέχω χίλιους θανάτους». «Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θέλω να το κάνω». Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Ήταν τόσο όμορφος.
Τόσο δικός της εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει». «Όχι. Δεν πρέπει. Μπορούμε να φύγουμε. Να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Να μην είμαστε πια η Μαύρη Βασίλισσα και ο Λευκός Βασιλιάς, άλλα μόνο εγώ κι εσύ. Μπορούμε!» «Δεν μπορούμε. Είμαι ο Βασιλιάς. Έχω χρέος απέναντι στους στρατιώτες μου και το βασίλειό μου. Να κερδίσω ή να πέσω στη μάχη. Δεν είμαι αυτός που θα το βάλει στα πόδια. Μη μου ζητάς να γίνω δειλός για χάρη σου. Δε θα με αγαπάς. Εγώ ένα βήμα, εσύ όλα τα βήματα. Θυμάσαι;»
Την κοίταζε στα μάτια και δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δε γινόταν κανένας πόλεμος γύρω τους. Δεν είχε πάει εκεί, για να τον σκοτώσει. Δε χρειαζόταν να κρύβεται και να φοβάται πια. «Θα σ’ αγαπάω έτσι κι αλλιώς». «Δε θα σου ζητούσα τίποτα περισσότερο». Έμειναν σιωπηλοί για λίγο ο ένας απέναντι στον άλλον, λες και αυτή ήταν όλη η ζωή που θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί. «Έλα εδώ», της είπε. Εκείνη ήξερε. Εκείνη κατάλαβε. Έκανε την τελευταία της κίνηση. Την αγκάλιασε σφιχτά. Από εκείνες τις αγκαλιές που σου στερούν το οξυγόνο και που στο δίνουν ταυτόχρονα. Δεν υπήρχε τίποτα χλιαρό. Αυτή η αγκαλιά ήταν ολόκληρη μια κατάκτηση. Ήταν σειρά της τώρα. Τον φίλησε απαλά. Ίσα που ακούμπησε τα χείλη του. Δεν ήταν από τα φιλιά με πάθος, ήταν από ’κείνα τα φιλιά που ουρλιάζουν από ανάγκη. Κάρφωσε το μαχαίρι κατευθείαν στην καρδιά του. Γιατί εκείνη ήταν η καρδιά του. Η Μαύρη Βασίλισσα στάθηκε μόνη και αγέρωχη στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Με λάθος ταίρι. Χωρίς ταίρι. Σαχ ματ.
Ο Λευκός Βασιλιάς είναι νεκρός.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Και τόση ώρα δε φοβόταν για τη δική της ζωή.
Δεν προσευχόταν για τη δική τους νίκη. Στο τέλος όμως δεν είχε καμία σημασία τι ήθελε εκείνη. Της είχε αφαιρεθεί, ξεκάθαρα, το δικαίωμα να αποφασίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ζωή της δεν ήταν στα χέρια της. Την τάραξε το σούσουρο και ο αναβρασμός που επικράτησε. Ο αξιωματικός το είπε ξεκάθαρα. Ο Λευκός Βασιλιάς ήταν εκτεθειμένος. Η καρδιά της σταμάτησε. Όλα σταμάτησαν. Για λίγο. Ο Μαύρος Βασιλιάς γύρισε προς το μέρος της. «Πήγαινε», της είπε. Παγωμένα. Χωρίς ντροπή. Χωρίς συναίσθημα.
Λες και διέταζε κάποιο από τα σκυλιά του να πάει να φέρει το θήραμα. Και αυτό δε διέφερε πολύ από την πραγματικότητα. Έγνεψε καταφατικά και άρχισε να κινείται. Μέσα στη νύχτα. Μέσα στα πτώματα και τις φωτιές και τα κατεστραμμένα οχυρώματα. Μέσα στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά, διαγώνια. Δεν την ένοιαζε. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν σε εκείνον. Στεκόταν θλιμμένος κοιτώντας το στρατό του να αποδεκατίζεται και το βασίλειό του να χάνεται. Της φαινόταν κουρασμένος και ταυτόχρονα η προσωποποίηση της δύναμης.
Στα δεξιά ο πύργος έδινε τη μάχη του να κρατηθεί. Στα αριστερά οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να απωθήσουν στρατιώτες. Οπότε οι πληροφορίες ήταν σωστές. Ο Βασιλιάς ήταν όντως εκτεθειμένος. «Εσένα έστειλε τελικά;» Δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει ακόμα, αλλά ήξερε ότι ήταν εκεί. Αισθάνθηκε τόσο λίγη για την αγάπη του. Δεν την άξιζε. «Ναι». «Καλά έκανε». Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Εκείνος την κοίταξε. «Δεν καταλαβαίνεις; Έτσι μπορώ να σε δω για τελευταία φορά. Από το δικό σου χέρι αντέχω χίλιους θανάτους». «Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θέλω να το κάνω». Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Ήταν τόσο όμορφος.
Τόσο δικός της εκείνη τη στιγμή. «Πρέπει». «Όχι. Δεν πρέπει. Μπορούμε να φύγουμε. Να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Να μην είμαστε πια η Μαύρη Βασίλισσα και ο Λευκός Βασιλιάς, άλλα μόνο εγώ κι εσύ. Μπορούμε!» «Δεν μπορούμε. Είμαι ο Βασιλιάς. Έχω χρέος απέναντι στους στρατιώτες μου και το βασίλειό μου. Να κερδίσω ή να πέσω στη μάχη. Δεν είμαι αυτός που θα το βάλει στα πόδια. Μη μου ζητάς να γίνω δειλός για χάρη σου. Δε θα με αγαπάς. Εγώ ένα βήμα, εσύ όλα τα βήματα. Θυμάσαι;»
Την κοίταζε στα μάτια και δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δε γινόταν κανένας πόλεμος γύρω τους. Δεν είχε πάει εκεί, για να τον σκοτώσει. Δε χρειαζόταν να κρύβεται και να φοβάται πια. «Θα σ’ αγαπάω έτσι κι αλλιώς». «Δε θα σου ζητούσα τίποτα περισσότερο». Έμειναν σιωπηλοί για λίγο ο ένας απέναντι στον άλλον, λες και αυτή ήταν όλη η ζωή που θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί. «Έλα εδώ», της είπε. Εκείνη ήξερε. Εκείνη κατάλαβε. Έκανε την τελευταία της κίνηση. Την αγκάλιασε σφιχτά. Από εκείνες τις αγκαλιές που σου στερούν το οξυγόνο και που στο δίνουν ταυτόχρονα. Δεν υπήρχε τίποτα χλιαρό. Αυτή η αγκαλιά ήταν ολόκληρη μια κατάκτηση. Ήταν σειρά της τώρα. Τον φίλησε απαλά. Ίσα που ακούμπησε τα χείλη του. Δεν ήταν από τα φιλιά με πάθος, ήταν από ’κείνα τα φιλιά που ουρλιάζουν από ανάγκη. Κάρφωσε το μαχαίρι κατευθείαν στην καρδιά του. Γιατί εκείνη ήταν η καρδιά του. Η Μαύρη Βασίλισσα στάθηκε μόνη και αγέρωχη στα εξήντα τέσσερα όμοια τετράγωνα. Με λάθος ταίρι. Χωρίς ταίρι. Σαχ ματ.
Ο Λευκός Βασιλιάς είναι νεκρός.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου