Αυτό είναι ένα θέμα πολύ σημαντικό επειδή τα συναισθήματά μας επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πράξεις και τις σκέψεις μας, θα έλεγε κανείς ότι ίσως όλοι οι άνθρωποι καθοδηγούμαστε σχεδόν ολοκληρωτικά από αυτά (και αυτά ποιος ξέρει από πού προέρχονται…) και ότι ο έλεγχός τους είναι από τα ποιο δύσκολα πράγματα στον κόσμο.
Όταν λέμε περί ελέγχου των συναισθημάτων καθόλου δεν εννοούμε την καταπίεση και την βίαιη καταστολή τους, γιατί αυτά τότε συνεχίζουν να υπάρχουν με άλλη μορφή και πιθανώς βυθίζονται κάτω από το όριο της συνειδητότητάς μας, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον βαθμό της νοσηρότητάς τους. Με αυτό τον τρόπο αυξάνει η έντασή τους, διοχετεύονται σε άλλες λειτουργίες τις οποίες παραμορφώνουν και καλύπτονται από κάποιο ψέμα που λέμε στον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς και από προσωπεία κοινωνικής υποκρισίας και καθωσπρεπισμού. Η σωστή τακτική όμως δεν είναι η απώθησή τους, αλλά η μεταστοιχείωση μέσα στο πλήρες φως της συνειδητής μας επίγνωσης.
Συνήθως όμως είμαστε ερωτευμένοι με τα συναισθήματά μας. Σε περίπτωση που είναι ευχάριστα αυτό είναι κάτι το δικαιολογημένο, όχι όμως πραγματικά λειτουργικό από πνευματική άποψη. Αλλά εμείς προσκολλούμαστε μαζοχιστικά ακόμα και στα βασανιστικά συναισθήματα. Την δικαιολογία την έχουμε πάντοτε έτοιμη και αντιστεκόμαστε με ασυνήθιστο σθένος σε κάθε ευκαιρία για να τα αλλάξουμε. Τα προστατεύουμε με την μεγαλύτερη επιμέλεια, ίσως γιατί ταυτίζουμε την ύπαρξή μας με αυτά.
Το να αλλάξουμε τον τρόπο που αισθανόμαστε φαντάζει ακόμα πιο τρομακτικό από το να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας. Νομίζουμε ότι θα πάψουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Η ζωή μας δήθεν θα βυθιστεί στο χάος και θα χάσουμε ότι αγαπάμε, γιατί εμείς δεν θα το συγκρατούμε με το ενδιαφέρον μας με τα παρακάλια μας ή με τις απειλές μας. Συνήθως κινούμαστε από εξάρτηση σε εξάρτηση ανακυκλώνοντας τα ίδια συναισθήματα και τα ίδια πάθη. Οι αντιδράσεις μας τώρα είναι ίδιες όπως και πριν από δέκα χρόνια. Μια υπνωτική εσωτερική ρουτίνα.
Και όμως έχουμε φανταστεί ποτέ ότι τα συναισθήματά μας, ο τρόπος που αισθανόμαστε για ανθρώπους και καταστάσεις δεν είναι η αληθινή ζωή, ούτε ο εαυτός μας, αλλά απλώς τα “φίλτρα” μας; Εμείς είμαστε κάτι έξω από τα συναισθήματα και έτσι μπορούμε να τα παρατηρήσουμε ή να τα χειριστούμε, σαν εξωτερικά αντικείμενα. Αυτό όχι μόνο δεν μας καθιστά ψυχρούς, αλλά προσδίδει μεγάλο βάθος και μεγάλη ελευθερία στον ψυχικό μας κόσμο. Η ευαισθησία μας αυξάνει, όχι όμως και η αδυναμία μας. Ο όρος “ευαισθησία” χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια της αντιληπτικής ευαισθησίας και όχι της ευπάθειας. Η ελευθερία που αποκτούμε μας δίνει εύρος αντίληψης και δράσης που δεν είχαμε προηγουμένως. Η δόνησή μας “ανεβαίνει” και τα συναισθήματά μας αλλάζουν ριζικά ποιότητα.
Πως όμως μπορούμε να επιτύχουμε αυτή την αλλαγή (εφ’ όσον την επιθυμούμε ειλικρινά); Νομίζω ότι αυτό γίνεται με δύο αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους. Με την εκλογίκευση και με τον διαλογισμό.
Ο διαλογισμός σύμφωνα με τα όσα έχουμε πει έως τώρα, για τα οποία υπενθυμίζω ότι αποτελούν προσωπική γνώμη του γράφοντος, μας τοποθετεί στην θέση του παρατηρητή και επιτυγχάνουμε δύο πράγματα. Πρώτον να δούμε τα συναισθήματά μας, ακόμα και αυτά που κρύβονται στο υποσυνείδητό μας και δεύτερον να μην επηρεαζόμαστε πολύ από αυτά, γιατί ως παρατηρητές είμαστε αποστασιοποιημένοι και αποταυτισμένοι.
Αποκτούμε λοιπόν την αυτογνωσία των ψυχικών μας αντιδράσεων μέσω της αυτοπαρατήρησης, και τον περιορισμό της επίδρασής τους στο συνειδητό μας μέσω της αποταύτισης. Αρκεί να μην βιαστούμε να πάρουμε αποφάσεις, να προχωρήσουμε σε αντανακλαστικές αντιδράσεις, να παρασυρθούμε από τις καταστάσεις. Έτσι θα δώσουμε λίγο χρόνο στο πνεύμα μας ώστε να προλάβει να μπει σε κατάσταση διαλογισμού και να ανακτήσει την ελευθερία του.
Πρέπει στην κρίσιμη στιγμή που αισθανόμαστε να μας κατακλύζουν τα συναισθήματα, ακόμα και αυτά που δεν είναι έντονα, να θυμηθούμε να περάσουμε σε διαλογισμό, αν δεν βρισκόμαστε ήδη σε αυτή την κατάσταση. Ο συνεχόμενος διαλογισμός είναι ασφαλώς κάτι το απίστευτα δύσκολο για τους περισσότερους, αλλά τουλάχιστον ας προσπαθούμε να τον θυμόμαστε όσο πιο πολύ μπορούμε, ιδίως όταν κινδυνεύουμε να επηρεαστούμε από κάτι είτε εσωτερικό είτε εξωτερικό.
Το να “σταματήσουμε” για λίγο τον εαυτό μας από το να ενεργήσουμε, ή να σκεφτούμε παρορμητικά, δημιουργεί λίγο διαθέσιμο χρόνο ώστε εκτός από την είσοδό μας σε διαλογισμό να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε την κατάσταση με την σκέψη μας. Ερχόμαστε δηλαδή στην διαδικασία της εκλογίκευσης.
Κατά βάθος όλοι μας το γνωρίζουμε αυτό, αλλά σπανίως το εφαρμόζουμε και ακόμα σπανιότερα επιμένουμε, ώστε να εδραιώσουμε τα αποτελέσματα. Ακούμε έναν κρότο και τρομάζουμε. Αντί να πανικοβληθούμε λέμε στον εαυτό μας: “Δεν ήταν παρά η εξάτμιση ενός αυτοκινήτου”. Αυτή η σκέψη μας καθησυχάζει και αποκτούμε ξανά τον έλεγχο του εαυτού μας.
Η εκλογίκευση πρέπει να εφαρμόζεται και σε πιο σύνθετα και σε πιο βαθιά προβλήματα της ψυχικής μας ζωής. Όπως οι φοβίες, το άγχος, η ζήλια, η μοχθηρότητα, οι φιλοδοξίες και ότι άλλο μπορούμε να φαντασθούμε, ακόμα και στα ευχάριστα συναισθήματα όταν αρχίζουν να υπερβαίνουν κάποιο όριο στην έντασή τους και μας κατακλύζουν. Έτσι η αιτία κάποιου συναισθήματος απομυθοποιείται, ανακαλύπτουμε ενδεχομένως μια λάθος τοποθέτησή μας στην ζωή, όπως π.χ. την εξάρτησή μας από την γνώμη των άλλων και αυτή η χρήση της λογικής κατευνάζει την ψυχική ταραχή. Όσο πιο συχνή, βαθιά και ειλικρινής είναι η εκλογίκευση που κάνουμε, τόσο περισσότερο απαλλάσσουμε τα συναισθήματά μας από κάθε τι νοσηρό και ανεπιθύμητο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα προκαλέσουμε μέσα μας μια διόγκωση της λογικής, γιατί η αποτελεσματική χρήση της δεν έχει καμία σχέση με την υπερλειτουργία της. Δεν περιπλέκουμε τα πράγματα με θεωρίες, αναλύσεις και απόκτηση εξωτερικών γνώσεων που δεν σημαίνουν τίποτα για μας. Λειτουργούμε απλά, άμεσα και αποτελεσματικά. Αν πούμε στον εαυτό μας: “Η ευτυχία δεν εξαρτάται από την προαγωγή που θα πάρουμε πατώντας επί πτωμάτων, αλλά από το να είμαστε εντάξει με την συνείδησή μας”, δεν έχουμε να κάνουμε με διανοητική υπερανάλυση, ή με αυτοκαταπίεση, αλλά με κάτι που το χρησιμοποιούμε σαν “πυροσβεστήρα” ο οποίος επαναφέρει την ισορροπία μέσα μας.
Σχηματοποιώντας τα πράγματα μπορούμε να πούμε ότι με την εκλογίκευση χρησιμοποιούμε την σκέψη για να ελέγξουμε το συναίσθημα. Υπερβαίνουμε το συναίσθημα με την σκέψη. Ο διαλογισμός όμως είναι η υπέρβαση της ίδιας της σκέψης, και όλων των παρακάτω φυσικά. Αν θέλουμε να δουλέψουμε πάνω στα συναισθήματά μας αρκεί η συνειδητή σκέψη, η λογική επεξεργασία. Αν επιθυμούμε να προχωρήσουμε πιο πάνω, αυξάνοντας επίσης την αποτελεσματικότητα και το εύρος προς τα κάτω, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον διαλογισμό.
Αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι για να πατήσουμε σε ένα επόμενο σκαλοπάτι πρέπει να έχουμε εργαστεί, και να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, για να εδραιώσουμε το προηγούμενο. Δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στον διαλογισμό χωρίς να έχουμε τακτοποιήσει τα συναισθήματά μας. Και δεν μπορούμε να τακτοποιήσουμε τα συναισθήματα αν δεν φροντίσουμε τις ανάγκες του σώματός μας, με την χρήση του μέτρου, καθώς και την ισορροπία της υλικής και κοινωνικής μας ζωής. Να ενταχθούμε στην κοινωνία, να έχουμε ξεκάθαρες σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, να είμαστε στην θέση μας και όχι στην θέση κάποιου άλλου και να λειτουργούμε με την μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Να παίρνουμε και να δίνουμε. Όπως είχα διαβάσει κάπου, με τον εσωτερισμό μπορεί να ασχοληθεί μόνο ο “νοικοκύρης”.
Ασκώντας έλεγχο στα συναισθήματά μας αρχίζουμε να λειτουργούμε απρόσωπα. Επαναλαμβάνουμε ότι έλεγχος δεν σημαίνει καταπίεση αλλά μάλλον καθοδήγηση και μεταστοιχείωση, και το απρόσωπο δεν σημαίνει αδιαφορία και ψυχρότητα αλλά αντικειμενικότητα, επειδή δεν παρασυρόμαστε από τις προσωπικές μας αντιδράσεις και προτιμήσεις.
Η απρόσωπη με αυτή την έννοια δράση, είναι σύμφωνη με τις ανάγκες της περίστασης, δεν υποτάσσεται στις δικές μας ιδιοτροπίες και μπορούμε να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας και στον εαυτό μας ουσιαστική βοήθεια.
Λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο θα διαπιστώσουμε ότι τα διάφορα προβλήματα οδηγούνται στην λύση τους, ή στο σημείο εκείνο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια και η πραγματική τους αιτία. Έτσι γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε χωρίς αμφιβολίες και πιθανολογίες, και βλέπουμε τι θα φέρει το καλύτερο αποτέλεσμα για όλους, χωρίς απλώς να ικανοποιούμε τις προσωπικές μας επιθυμίες. Όσο μεγαλύτερο έλεγχο έχουμε στα συναισθήματά μας και όσο πιο απρόσωποι γινόμαστε, τόσο περισσότερο θα παρατηρούμε στην ζωή μας αυτό το φαινόμενο.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Όταν λέμε περί ελέγχου των συναισθημάτων καθόλου δεν εννοούμε την καταπίεση και την βίαιη καταστολή τους, γιατί αυτά τότε συνεχίζουν να υπάρχουν με άλλη μορφή και πιθανώς βυθίζονται κάτω από το όριο της συνειδητότητάς μας, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον βαθμό της νοσηρότητάς τους. Με αυτό τον τρόπο αυξάνει η έντασή τους, διοχετεύονται σε άλλες λειτουργίες τις οποίες παραμορφώνουν και καλύπτονται από κάποιο ψέμα που λέμε στον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς και από προσωπεία κοινωνικής υποκρισίας και καθωσπρεπισμού. Η σωστή τακτική όμως δεν είναι η απώθησή τους, αλλά η μεταστοιχείωση μέσα στο πλήρες φως της συνειδητής μας επίγνωσης.
Συνήθως όμως είμαστε ερωτευμένοι με τα συναισθήματά μας. Σε περίπτωση που είναι ευχάριστα αυτό είναι κάτι το δικαιολογημένο, όχι όμως πραγματικά λειτουργικό από πνευματική άποψη. Αλλά εμείς προσκολλούμαστε μαζοχιστικά ακόμα και στα βασανιστικά συναισθήματα. Την δικαιολογία την έχουμε πάντοτε έτοιμη και αντιστεκόμαστε με ασυνήθιστο σθένος σε κάθε ευκαιρία για να τα αλλάξουμε. Τα προστατεύουμε με την μεγαλύτερη επιμέλεια, ίσως γιατί ταυτίζουμε την ύπαρξή μας με αυτά.
Το να αλλάξουμε τον τρόπο που αισθανόμαστε φαντάζει ακόμα πιο τρομακτικό από το να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας. Νομίζουμε ότι θα πάψουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Η ζωή μας δήθεν θα βυθιστεί στο χάος και θα χάσουμε ότι αγαπάμε, γιατί εμείς δεν θα το συγκρατούμε με το ενδιαφέρον μας με τα παρακάλια μας ή με τις απειλές μας. Συνήθως κινούμαστε από εξάρτηση σε εξάρτηση ανακυκλώνοντας τα ίδια συναισθήματα και τα ίδια πάθη. Οι αντιδράσεις μας τώρα είναι ίδιες όπως και πριν από δέκα χρόνια. Μια υπνωτική εσωτερική ρουτίνα.
Και όμως έχουμε φανταστεί ποτέ ότι τα συναισθήματά μας, ο τρόπος που αισθανόμαστε για ανθρώπους και καταστάσεις δεν είναι η αληθινή ζωή, ούτε ο εαυτός μας, αλλά απλώς τα “φίλτρα” μας; Εμείς είμαστε κάτι έξω από τα συναισθήματα και έτσι μπορούμε να τα παρατηρήσουμε ή να τα χειριστούμε, σαν εξωτερικά αντικείμενα. Αυτό όχι μόνο δεν μας καθιστά ψυχρούς, αλλά προσδίδει μεγάλο βάθος και μεγάλη ελευθερία στον ψυχικό μας κόσμο. Η ευαισθησία μας αυξάνει, όχι όμως και η αδυναμία μας. Ο όρος “ευαισθησία” χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια της αντιληπτικής ευαισθησίας και όχι της ευπάθειας. Η ελευθερία που αποκτούμε μας δίνει εύρος αντίληψης και δράσης που δεν είχαμε προηγουμένως. Η δόνησή μας “ανεβαίνει” και τα συναισθήματά μας αλλάζουν ριζικά ποιότητα.
Πως όμως μπορούμε να επιτύχουμε αυτή την αλλαγή (εφ’ όσον την επιθυμούμε ειλικρινά); Νομίζω ότι αυτό γίνεται με δύο αλληλοσυμπληρούμενους τρόπους. Με την εκλογίκευση και με τον διαλογισμό.
Ο διαλογισμός σύμφωνα με τα όσα έχουμε πει έως τώρα, για τα οποία υπενθυμίζω ότι αποτελούν προσωπική γνώμη του γράφοντος, μας τοποθετεί στην θέση του παρατηρητή και επιτυγχάνουμε δύο πράγματα. Πρώτον να δούμε τα συναισθήματά μας, ακόμα και αυτά που κρύβονται στο υποσυνείδητό μας και δεύτερον να μην επηρεαζόμαστε πολύ από αυτά, γιατί ως παρατηρητές είμαστε αποστασιοποιημένοι και αποταυτισμένοι.
Αποκτούμε λοιπόν την αυτογνωσία των ψυχικών μας αντιδράσεων μέσω της αυτοπαρατήρησης, και τον περιορισμό της επίδρασής τους στο συνειδητό μας μέσω της αποταύτισης. Αρκεί να μην βιαστούμε να πάρουμε αποφάσεις, να προχωρήσουμε σε αντανακλαστικές αντιδράσεις, να παρασυρθούμε από τις καταστάσεις. Έτσι θα δώσουμε λίγο χρόνο στο πνεύμα μας ώστε να προλάβει να μπει σε κατάσταση διαλογισμού και να ανακτήσει την ελευθερία του.
Πρέπει στην κρίσιμη στιγμή που αισθανόμαστε να μας κατακλύζουν τα συναισθήματα, ακόμα και αυτά που δεν είναι έντονα, να θυμηθούμε να περάσουμε σε διαλογισμό, αν δεν βρισκόμαστε ήδη σε αυτή την κατάσταση. Ο συνεχόμενος διαλογισμός είναι ασφαλώς κάτι το απίστευτα δύσκολο για τους περισσότερους, αλλά τουλάχιστον ας προσπαθούμε να τον θυμόμαστε όσο πιο πολύ μπορούμε, ιδίως όταν κινδυνεύουμε να επηρεαστούμε από κάτι είτε εσωτερικό είτε εξωτερικό.
Το να “σταματήσουμε” για λίγο τον εαυτό μας από το να ενεργήσουμε, ή να σκεφτούμε παρορμητικά, δημιουργεί λίγο διαθέσιμο χρόνο ώστε εκτός από την είσοδό μας σε διαλογισμό να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε την κατάσταση με την σκέψη μας. Ερχόμαστε δηλαδή στην διαδικασία της εκλογίκευσης.
Κατά βάθος όλοι μας το γνωρίζουμε αυτό, αλλά σπανίως το εφαρμόζουμε και ακόμα σπανιότερα επιμένουμε, ώστε να εδραιώσουμε τα αποτελέσματα. Ακούμε έναν κρότο και τρομάζουμε. Αντί να πανικοβληθούμε λέμε στον εαυτό μας: “Δεν ήταν παρά η εξάτμιση ενός αυτοκινήτου”. Αυτή η σκέψη μας καθησυχάζει και αποκτούμε ξανά τον έλεγχο του εαυτού μας.
Η εκλογίκευση πρέπει να εφαρμόζεται και σε πιο σύνθετα και σε πιο βαθιά προβλήματα της ψυχικής μας ζωής. Όπως οι φοβίες, το άγχος, η ζήλια, η μοχθηρότητα, οι φιλοδοξίες και ότι άλλο μπορούμε να φαντασθούμε, ακόμα και στα ευχάριστα συναισθήματα όταν αρχίζουν να υπερβαίνουν κάποιο όριο στην έντασή τους και μας κατακλύζουν. Έτσι η αιτία κάποιου συναισθήματος απομυθοποιείται, ανακαλύπτουμε ενδεχομένως μια λάθος τοποθέτησή μας στην ζωή, όπως π.χ. την εξάρτησή μας από την γνώμη των άλλων και αυτή η χρήση της λογικής κατευνάζει την ψυχική ταραχή. Όσο πιο συχνή, βαθιά και ειλικρινής είναι η εκλογίκευση που κάνουμε, τόσο περισσότερο απαλλάσσουμε τα συναισθήματά μας από κάθε τι νοσηρό και ανεπιθύμητο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα προκαλέσουμε μέσα μας μια διόγκωση της λογικής, γιατί η αποτελεσματική χρήση της δεν έχει καμία σχέση με την υπερλειτουργία της. Δεν περιπλέκουμε τα πράγματα με θεωρίες, αναλύσεις και απόκτηση εξωτερικών γνώσεων που δεν σημαίνουν τίποτα για μας. Λειτουργούμε απλά, άμεσα και αποτελεσματικά. Αν πούμε στον εαυτό μας: “Η ευτυχία δεν εξαρτάται από την προαγωγή που θα πάρουμε πατώντας επί πτωμάτων, αλλά από το να είμαστε εντάξει με την συνείδησή μας”, δεν έχουμε να κάνουμε με διανοητική υπερανάλυση, ή με αυτοκαταπίεση, αλλά με κάτι που το χρησιμοποιούμε σαν “πυροσβεστήρα” ο οποίος επαναφέρει την ισορροπία μέσα μας.
Σχηματοποιώντας τα πράγματα μπορούμε να πούμε ότι με την εκλογίκευση χρησιμοποιούμε την σκέψη για να ελέγξουμε το συναίσθημα. Υπερβαίνουμε το συναίσθημα με την σκέψη. Ο διαλογισμός όμως είναι η υπέρβαση της ίδιας της σκέψης, και όλων των παρακάτω φυσικά. Αν θέλουμε να δουλέψουμε πάνω στα συναισθήματά μας αρκεί η συνειδητή σκέψη, η λογική επεξεργασία. Αν επιθυμούμε να προχωρήσουμε πιο πάνω, αυξάνοντας επίσης την αποτελεσματικότητα και το εύρος προς τα κάτω, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον διαλογισμό.
Αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι για να πατήσουμε σε ένα επόμενο σκαλοπάτι πρέπει να έχουμε εργαστεί, και να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, για να εδραιώσουμε το προηγούμενο. Δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στον διαλογισμό χωρίς να έχουμε τακτοποιήσει τα συναισθήματά μας. Και δεν μπορούμε να τακτοποιήσουμε τα συναισθήματα αν δεν φροντίσουμε τις ανάγκες του σώματός μας, με την χρήση του μέτρου, καθώς και την ισορροπία της υλικής και κοινωνικής μας ζωής. Να ενταχθούμε στην κοινωνία, να έχουμε ξεκάθαρες σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, να είμαστε στην θέση μας και όχι στην θέση κάποιου άλλου και να λειτουργούμε με την μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Να παίρνουμε και να δίνουμε. Όπως είχα διαβάσει κάπου, με τον εσωτερισμό μπορεί να ασχοληθεί μόνο ο “νοικοκύρης”.
Ασκώντας έλεγχο στα συναισθήματά μας αρχίζουμε να λειτουργούμε απρόσωπα. Επαναλαμβάνουμε ότι έλεγχος δεν σημαίνει καταπίεση αλλά μάλλον καθοδήγηση και μεταστοιχείωση, και το απρόσωπο δεν σημαίνει αδιαφορία και ψυχρότητα αλλά αντικειμενικότητα, επειδή δεν παρασυρόμαστε από τις προσωπικές μας αντιδράσεις και προτιμήσεις.
Η απρόσωπη με αυτή την έννοια δράση, είναι σύμφωνη με τις ανάγκες της περίστασης, δεν υποτάσσεται στις δικές μας ιδιοτροπίες και μπορούμε να προσφέρουμε στους συνανθρώπους μας και στον εαυτό μας ουσιαστική βοήθεια.
Λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο θα διαπιστώσουμε ότι τα διάφορα προβλήματα οδηγούνται στην λύση τους, ή στο σημείο εκείνο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια και η πραγματική τους αιτία. Έτσι γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε χωρίς αμφιβολίες και πιθανολογίες, και βλέπουμε τι θα φέρει το καλύτερο αποτέλεσμα για όλους, χωρίς απλώς να ικανοποιούμε τις προσωπικές μας επιθυμίες. Όσο μεγαλύτερο έλεγχο έχουμε στα συναισθήματά μας και όσο πιο απρόσωποι γινόμαστε, τόσο περισσότερο θα παρατηρούμε στην ζωή μας αυτό το φαινόμενο.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου