Ως άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε και καταγράφουμε τις ημέρες του βίου μας με μία γλώσσα που έχει προσωπικά και κοινωνικά στοιχεία.
Τείνουμε να ανιχνεύουμε και να ανταλλάσουμε μεταξύ μας συναισθήματα, να απολαμβάνουμε την παρέα του κοινωνικού δικτύου και της οικογένειας μας, να λύνουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα προβλήματα μας, να εξελισσόμαστε κοινωνικά και ψυχικά, να θυμόμαστε όμορφες και δύσκολες στιγμές, να σχεδιάζουμε το μέλλον.
Έχουμε ποτέ αναρωτηθεί, εάν το μέλλον - που με τόση προσοχή και φροντίδα σχεδιάζουμε - είναι αυτό που προσδοκούμε; Υπήρξαν ποτέ εναλλαγές ή ανατροπές στη ζωή μας, που δεν περιμέναμε; Υπήρξαν στιγμές που αισθανθήκαμε ότι βρισκόμαστε στα όρια της κατάρρευσης;
Κάθε εμπειρία της ζωής, είναι μία ευκαιρία προσωπικής ανάπτυξης ή μία διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας, μας δίνεται η ευκαιρία να κατανοήσουμε τις ανάγκες και τους στόχους μας. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να έχουμε σαφή εικόνα εαυτού κι επαρκές ψυχικό απόθεμα, ώστε να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε τη δυναμική των συστημάτων που ζούμε, να ανιχνεύσουμε τα βαθύτερα συναισθήματα κι ανάγκες μας, να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς ανάληψης δράσης, και να λάβουμε τις -όσο το δυνατόν- καλύτερες αποφάσεις για τη ζωή μας.
Όταν η αντιμετώπιση ενός θέματος ξεπερνά τις προσωπικές και τις κοινωνικές μας δυνάμεις, συνήθως επισκεπτόμαστε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, προκειμένου να λάβουμε επαγγελματική βοήθεια στην κατανόηση τόσο του εσωτερικού μας κόσμου, όσο και του πλαισίου-συστήματος στο οποίο λειτουργούμε, αναπτυσσόμαστε, συμπεριφερόμαστε και σχετιζόμαστε.
Η σχέση που θα αναπτύξουμε με τον σύμβουλο, μας επιτρέπει, ανάλογα με τον κοινωνικό μας ρυθμό, τον βαθμό ετοιμότητας κι ωριμότητας μας, να εκφράσουμε ελεύθερα τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τυχόν πεποιθήσεις ή διλλήματα, να επεξεργαστούμε και να αντιμετωπίσουμε τα θέματα που μας απασχολούν, να διασαφηνίσουμε τις πτυχές ενός θέματος που μας προβληματίζει, να αναγνωρίσουμε προσωπικά μοτίβα σκέψης, συναισθήματος και συμπεριφοράς, σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης κι ασφάλειας, όπως η επαγγελματική δεοντολογία της συμβουλευτικής ορίζει.
Εκτός από την γνωστική επάρκεια, ο σύμβουλος μας χρειάζεται να διαθέτει και την ικανότητα της ενσυναίσθησης, η οποία θα του επιτρέψει να αντιληφθεί το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς μας και με τα συναισθηματικά και νοητικά στοιχεία που εμπεριέχονται σε αυτό, να μπορέσει να κατανοήσει τα συναισθήματα που συνοδεύουν τη ζωή μας, ενώ συγχρόνως θα διατηρεί απόσταση από αυτά, για να μπορέσει να μας βοηθήσει αποτελεσματικά.
Η ενσυναίσθηση δεν είναι μια απλή «αντανάκλαση» όσων του φέρνουμε στην συνεδρία, αλλά ως ικανότητα απαιτεί συναισθηματικές δεξιότητες και συνειδητή προσπάθεια να εντοπίσει τα δικά μας ασυνείδητα συναισθήματα και με προσοχή και σεβασμό να τα «φέρει» στην επιφάνεια προς επεξεργασία.
Η διαδικασία της συμβουλευτικής αποτελεί μια συνεργασία, κατά τη διάρκεια της οποίας, ο σύμβουλος μας, χρησιμοποιεί τεχνικές και μεθόδους που επιτρέπουν την ενημερότητα μας τόσο σε νοητικό, όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο και την κατά το δυνατόν επεξεργασία της εμπειρίας μας, ώστε να βοηθηθούμε στο να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα ή να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων. Απώτερος σκοπός της συμβουλευτικής διαδικασίας είναι η ενίσχυση του ψυχικού μας αποθέματος, κι η θετική αλλαγή του τρόπου σκέψης, συμπεριφοράς, διαχείρισης κι αντιμετώπισης θεμάτων, που αφορούν στην ψυχική υγεία και στην προσωπική μας ανάπτυξη.
Ο σύμβουλος μας, δεν κρίνει, ούτε κι εμπλέκεται στην προσωπική μας ζωή, αλλά διατηρεί την αντικειμενική οπτική και συνολική παρατήρηση. Το περιεχόμενο των συναντήσεων μας με τον σύμβουλο είναι απόρρητο (εκτός εάν αφορά σε απειλή ζωής του ιδίου, ή άλλου προσώπου), γεγονός που βοηθάει στην ανάπτυξη μιας σχέσης εμπιστοσύνης μαζί του, ενώ η διαδικασία της συμβουλευτικής είναι οριοθετημένη κι έχει σκοπό να μας υποστηρίξει στην κατανόηση των μορφών συμπεριφοράς, των γνωστικών και των συναισθηματικών πτυχών των εμπειριών μας. Συνήθως, χρησιμοποιούνται περισσότερες από μία ψυχολογικές θεωρίες και μέθοδοι, τεχνικές ασφαλούς σύνδεσης κι επικοινωνιακές δεξιότητες οι οποίες θα μας δώσουν την ευκαιρία να εξερευνήσουμε και να ανακουφίσουμε δυσφορικά ή ψυχοπιεστικά γεγονότα, δίνοντας τους χώρο και χρόνο προς συνειδητή επεξεργασία. Συνεπώς, η ικανότητα δημιουργία ειλικρινούς, εποικοδομητικής, βοηθητικής διαπροσωπικής σχέσης είναι ακόμα μία από τις ικανότητες που ο σύμβουλος οφείλει να διαθέτει, ώστε σε συνδυασμό με τις γνώσεις του, να μπορέσει να θεμελιώσει μία ασφαλή κι αρμονική σχέση με εμάς, ως εξυπηρετούμενους.
Η συμβουλευτική σχέση, στην εξέλιξη της, μας επιτρέπει να απαρτιώσουμε όλες τις πτυχές της προσωπικότητας μας, οι οποίες ίσως βρίσκονται σε σύγκρουση και να αναλαμβάνουμε, σύμφωνες με το ψυχικό μας δυναμικό, πρωτοβουλίες.
Όσον αφορά στις οικογενειακές μας σχέσεις, δηλαδή το σύστημα αλληλοεξαρτώμενων μελών, ο σύμβουλος μπορεί να μελετήσει τον τρόπο που ως άνθρωποι αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας, πως λειτουργούμε στην οργανωμένη οικογενειακή δομή, ποιοι είναι οι ρόλοι μας, οι στόχοι κι οι κανόνες του οικογενειακού συστήματος μας. Η κατανόηση της συμπεριφοράς ενός μέλους της οικογένειας, γίνεται σε εξάρτηση με τη συμπεριφορά των άλλων μελών, λαμβάνεται υπ’ όψιν το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται αυτή η συμπεριφορά και συζητείται διεξοδικά η όποια παρέμβαση.
Η οικογενειακή συμβουλευτική, παρεμβαίνει για να αποκαταστήσει τις συναισθηματικές εκείνες συνθήκες που θα βοηθήσουν να ξεπεραστούν τα εμπόδια επικοινωνίας και να επανέλθει ή να εδραιωθεί ο διάλογος ανάμεσα σε έναν ενήλικα και ένα παιδί, ή ανάμεσα σε δυο ενήλικες, ή ανάμεσα σε δύο παιδιά, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτευχθεί η δημιουργία ασφαλούς πρόσδεσης και θετικής επικοινωνίας, καθώς κι η ενίσχυση της συναισθηματικής και νοητικής ανάπτυξης.
Τα παραπάνω στοιχεία δεν ενισχύουν τους δεσμούς της ασφαλούς επικοινωνίας με τους σημαντικούς άλλους, αλλά και με τον ίδιο μας τον εσωτερικό εαυτό, του οποίου τις ανάγκες καλούμαστε να φροντίσουμε.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου