Απόσπασμα από το βιβλίο «Τετραλογία του Φόβου» του Fritz Riemann
Τα πρώιμα βιώματα αποστέρησης έχουν για το παιδί δύο επιπτώσεις. Η πρώτη επίπτωση είναι ότι μαθαίνει να παραιτείται πρόωρα, οπότε αναστέλλεται παντού η δυνατότητα του να διεκδικεί. Όποιος όμως δε διεκδικεί και δεν μπορεί να πάρει, δύσκολα μπορεί να αποφύγει το συναίσθημα της ζήλειας, όταν μάλιστα βλέπει τους άλλους να παίρνουν χωρίς ενδοιασμό, αυτό που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να απαιτήσει.
Και επειδή η ζήλεια δημιουργεί ενοχές, που τον κάνουν να αισθάνεται άσχημα, προσπαθεί να την αποφύγει, μετατρέποντας την αδυναμία του σε αρετή. Εξυψώνει δηλαδή την αναστολή του σε ιδεολογία, σε ταπεινοφροσύνη και ολιγάρκεια και με τον τρόπο αυτό παρηγορείται με το συναίσθημα της ηθικής υπεροχής.
Η άλλη επίπτωση των πρώιμων βιωμάτων αποστέρησης είναι η αίσθηση του παιδιού ότι δεν αξίζει να αγαπηθεί, πράγμα το οποίο είναι κατά βάση αίτιο για την δημιουργία και την διατήρηση αισθημάτων κατωτερότητας. Πρέπει πρώτα να έχει αγαπηθεί κανείς για να μπορέσει να αισθανθεί ότι αξίζει αυτό το συναίσθημα. Αν όμως δεν έχει βιώσει την αγάπη, τότε θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο για αυτό και άρα είναι εκείνος που δεν αξίζει να αγαπηθεί. Η δημιουργία των συναισθημάτων κατωτερότητας όμως σχετίζεται και με το γεγονός ότι το παιδί δεν έχει στην ηλικία αυτή την δυνατότητα της σύγκρισης.
Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι είναι οι γονείς του αυτοί που δεν μπορούν να αγαπήσουν. Ο κόσμος του είναι ο κόσμος γενικά και θεωρεί πως όπως είναι οι γονείς του είναι προφανώς και όλοι οι γονείς. Όταν διακατέχεσαι από βαθιά αισθήματα κατωτερότητας, είναι δυνατόν να σου δημιουργηθεί η αίσθηση ότι δεν έχεις δικαίωμα στη ζωή και ότι κάτι τέτοιο πρέπει να το έχεις κερδίσει πρώτα, επομένως δε δικαιούσαι να υπάρχεις παρά μόνο όταν ζεις για άλλους.
«Ακόμα και η ύπαρξη μου είναι μια ενοχή», είχε πει μια καταθλιπτική ασθενής με ανάλογες εμπειρίες στην παιδική της ηλικία. Το αίσθημα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επικέντρωση των ενοχών στο πρόσωπο της μητέρας ή και των δύο γονέων, πράγμα που συνεπάγεται την εμφάνιση τάσεων επανόρθωσης και αποκατάστασης απέναντι τους. Έτσι, καταλήγεις να θυσιάσεις την ζωή σου στο βωμό των εγωιστικών απαιτήσεων των γονέων σου και μάλιστα αυτό το θεωρείς αυτονόητο. Το τελικό αποτέλεσμα της επίδρασης της υπερπροστασίας και της αποστέρησης είναι παρόμοιο: και τα δύο οδηγούν στην δημιουργία μιας προσωπικότητας καταθλιπτικής δομής.
Το παραχαϊδεμένο παιδί κατά κανόνα αρχίζει να φοβάται και να έχει κρίσεις σε μεταγενέστερες εποχές, όταν δηλαδή η ζωή δεν του κάνει τα χατίρια του πλέον, όπως κάποτε η μητέρα του ή όταν δε βρίσκονται υποκατάστατα της όπως για παράδειγμα ένας γάμος που συντηρεί και στηρίζει ή διάφορα κοινωνικά ιδρύματα και άλλα. Τότε διαπιστώνει πως δεν είναι σε θέση να αντέξει τις απαιτήσεις και την σκληρότητα της ζωής και μπαίνει στην κατάθλιψη ή καταφεύγει στη χρήση της οποιασδήποτε μορφής ναρκωτικών ουσιών προκειμένου να βρει διέξοδο.
Το παιδί που μεγαλώνει με βιώματα αποστέρησης, μαθαίνει να παραιτείται από πολύ νωρίς και εξελίσσεται σε ένα ήσυχο, ντροπαλό, μη απαιτητικό παιδί, που «προσαρμόζεται» εύκολα. Γίνεται ένα «βολικό» παιδί για τους γονείς, οι οποίοι με την σειρά τους δεν αντιλαμβάνονται την κατάθλιψη που κρύβεται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Θα συνηθίσει δε τόσο πολύ να υποχωρεί και να μην έχει απαιτήσεις που και μελλοντικά θα προσανατολίζεται προς τους άλλους και θα προσπαθεί να εκπληρώνει τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις τους. Μιας και σαν άτομο δε θα έχει πολλά να προβάλει, θα γίνει αντικείμενο των άλλων.
Επειδή δε, θα του είναι όλο και πιο δύσκολο να εκπληρώνει τις αναπόφευκτες κατά την δική του εκτίμηση απαιτήσεις των άλλων, θα καταλαμβάνεται κατ’επανάληψη από νέες ενοχές που θα τον οδηγούν όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που πολλοί καταθλιπτικοί άνθρωποι αποφεύγουν την επαφή με πολλά άτομα.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Τα πρώιμα βιώματα αποστέρησης έχουν για το παιδί δύο επιπτώσεις. Η πρώτη επίπτωση είναι ότι μαθαίνει να παραιτείται πρόωρα, οπότε αναστέλλεται παντού η δυνατότητα του να διεκδικεί. Όποιος όμως δε διεκδικεί και δεν μπορεί να πάρει, δύσκολα μπορεί να αποφύγει το συναίσθημα της ζήλειας, όταν μάλιστα βλέπει τους άλλους να παίρνουν χωρίς ενδοιασμό, αυτό που ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να απαιτήσει.
Και επειδή η ζήλεια δημιουργεί ενοχές, που τον κάνουν να αισθάνεται άσχημα, προσπαθεί να την αποφύγει, μετατρέποντας την αδυναμία του σε αρετή. Εξυψώνει δηλαδή την αναστολή του σε ιδεολογία, σε ταπεινοφροσύνη και ολιγάρκεια και με τον τρόπο αυτό παρηγορείται με το συναίσθημα της ηθικής υπεροχής.
Η άλλη επίπτωση των πρώιμων βιωμάτων αποστέρησης είναι η αίσθηση του παιδιού ότι δεν αξίζει να αγαπηθεί, πράγμα το οποίο είναι κατά βάση αίτιο για την δημιουργία και την διατήρηση αισθημάτων κατωτερότητας. Πρέπει πρώτα να έχει αγαπηθεί κανείς για να μπορέσει να αισθανθεί ότι αξίζει αυτό το συναίσθημα. Αν όμως δεν έχει βιώσει την αγάπη, τότε θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο για αυτό και άρα είναι εκείνος που δεν αξίζει να αγαπηθεί. Η δημιουργία των συναισθημάτων κατωτερότητας όμως σχετίζεται και με το γεγονός ότι το παιδί δεν έχει στην ηλικία αυτή την δυνατότητα της σύγκρισης.
Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι είναι οι γονείς του αυτοί που δεν μπορούν να αγαπήσουν. Ο κόσμος του είναι ο κόσμος γενικά και θεωρεί πως όπως είναι οι γονείς του είναι προφανώς και όλοι οι γονείς. Όταν διακατέχεσαι από βαθιά αισθήματα κατωτερότητας, είναι δυνατόν να σου δημιουργηθεί η αίσθηση ότι δεν έχεις δικαίωμα στη ζωή και ότι κάτι τέτοιο πρέπει να το έχεις κερδίσει πρώτα, επομένως δε δικαιούσαι να υπάρχεις παρά μόνο όταν ζεις για άλλους.
«Ακόμα και η ύπαρξη μου είναι μια ενοχή», είχε πει μια καταθλιπτική ασθενής με ανάλογες εμπειρίες στην παιδική της ηλικία. Το αίσθημα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επικέντρωση των ενοχών στο πρόσωπο της μητέρας ή και των δύο γονέων, πράγμα που συνεπάγεται την εμφάνιση τάσεων επανόρθωσης και αποκατάστασης απέναντι τους. Έτσι, καταλήγεις να θυσιάσεις την ζωή σου στο βωμό των εγωιστικών απαιτήσεων των γονέων σου και μάλιστα αυτό το θεωρείς αυτονόητο. Το τελικό αποτέλεσμα της επίδρασης της υπερπροστασίας και της αποστέρησης είναι παρόμοιο: και τα δύο οδηγούν στην δημιουργία μιας προσωπικότητας καταθλιπτικής δομής.
Το παραχαϊδεμένο παιδί κατά κανόνα αρχίζει να φοβάται και να έχει κρίσεις σε μεταγενέστερες εποχές, όταν δηλαδή η ζωή δεν του κάνει τα χατίρια του πλέον, όπως κάποτε η μητέρα του ή όταν δε βρίσκονται υποκατάστατα της όπως για παράδειγμα ένας γάμος που συντηρεί και στηρίζει ή διάφορα κοινωνικά ιδρύματα και άλλα. Τότε διαπιστώνει πως δεν είναι σε θέση να αντέξει τις απαιτήσεις και την σκληρότητα της ζωής και μπαίνει στην κατάθλιψη ή καταφεύγει στη χρήση της οποιασδήποτε μορφής ναρκωτικών ουσιών προκειμένου να βρει διέξοδο.
Το παιδί που μεγαλώνει με βιώματα αποστέρησης, μαθαίνει να παραιτείται από πολύ νωρίς και εξελίσσεται σε ένα ήσυχο, ντροπαλό, μη απαιτητικό παιδί, που «προσαρμόζεται» εύκολα. Γίνεται ένα «βολικό» παιδί για τους γονείς, οι οποίοι με την σειρά τους δεν αντιλαμβάνονται την κατάθλιψη που κρύβεται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Θα συνηθίσει δε τόσο πολύ να υποχωρεί και να μην έχει απαιτήσεις που και μελλοντικά θα προσανατολίζεται προς τους άλλους και θα προσπαθεί να εκπληρώνει τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις τους. Μιας και σαν άτομο δε θα έχει πολλά να προβάλει, θα γίνει αντικείμενο των άλλων.
Επειδή δε, θα του είναι όλο και πιο δύσκολο να εκπληρώνει τις αναπόφευκτες κατά την δική του εκτίμηση απαιτήσεις των άλλων, θα καταλαμβάνεται κατ’επανάληψη από νέες ενοχές που θα τον οδηγούν όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που πολλοί καταθλιπτικοί άνθρωποι αποφεύγουν την επαφή με πολλά άτομα.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου