«Ζούμε σε μια πραγματικότητα που βασίζεται στη διαίρεση, σε μια κοινωνική οργάνωση που μας σκοτώνει και μας εξουσιοδοτεί να σκοτώνουμε τους άλλους για να επιζήσουμε. Είναι αυτή η πραγματικότητα που πρέπει ν’ αλλάξει και πρέπει ν’ αγωνιστούμε για να την αλλάξουμε, έτσι ώστε να μπορούμε να βρούμε τις πραγματικές απαντήσεις στις κοινωνικές ανάγκες του άλλου: σε μια κοινωνία όπου το κοινωνικό σύστημα δεν θα καθορίζεται από αυτόν που το διαχειρίζεται και το ελέγχει, αλλά στο οποίο θα είναι οι ανάγκες όλων που θα καθορίζουν την ποιότητα και τον τρόπο των απαντήσεων».
Κάπως έτσι ολοκλήρωνε την παρέμβασή του σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης ο Φράνκο Μπαζάλια τον Φεβρουάριο του 1975.Ο ψυχίατρος της αποϊδρυματοποίησης γεννήθηκε σαν σήμερα, 11 Μαρτίου, στην Βενετία το 1924 και μεγάλωσε στη συνοικία του Σαν Πόλο. Το 1943 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, όπου και ανέπτυξε έντονη αντιφασιστική δράση. Ωστόσο, η προδοσία (εναντίον του) ενός εκ των συντρόφων του, τον οδήγησε στη φυλακή για έξι μήνες, μια εμπειρία που τον επηρέασε βαθιά στη μετέπειτα πορεία της ζωής του.
Ήταν τα ίδια κάγκελα μιας άλλης φυλακής που συνάντησε ξανά, το 1961, από τη θέση πια του διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Γκορίτσια. Συνθήκες στρατωνισμού και φυσικής καταπίεσης, κλειδωμένες πόρτες, υποχρεωτική συνοδεία του ασθενή ακόμη και στην τουαλέτα, ηλεκτροσπασμοθεραπείες και πολλές ακόμη εικόνες εξευτελισμού και καταπίεσης, ήταν η ιδρυματική πραγματικότητα με την οποία ήρθε αντιμέτωπος ο Μπαζάλια. Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία και οι εργαζόμενοι σε αυτά δεν ήταν παρά «η διεύρυνση του μονοπωλίου της εξουσίας προς τους τεχνικούς (σ.σ.: ψυχίατροι και λοιποί εμπλεκόμενοι), που θα την ασκήσουν στο όνομά της και θα εξακολουθήσουν να δημιουργούν καινούριους αποκλεισμένους μέσω μιας διαφορετικής μορφής βίας: της τεχνικής βίας». Ο άρρωστος περιθωριοποιείται, αντικειμενοποιείται και χάνει δια παντός την κοινωνική του υπόσταση. Γίνεται ο εξουσιαζόμενος που δέχεται άκριτα τις εντολές του εξουσιαστή-γιατρού του, σε μια σχέση χωρίς αμοιβαιότητα.
Ήδη από την αρχή του εγχειρήματος της αποασυλοποίησης, ο Μπαζάλια δεν έκρυψε τον πολιτικό χαρακτήρα αυτού, κάθε άλλο, διότι για εκείνον «η πολιτικοποίηση της δράσης είναι ακόμα η μόνη θεραπευτική πράξη που έχουμε στη διάθεσή μας και που συμπίπτει με την ανάδειξη- σε όλα τα επίπεδα της κοινότητας- των πιο σοβαρών και πιο κρυμμένων αντιφάσεων του κοινωνικού μας συστήματος».
Ωστόσο, το εγχείρημα της Γκορίτσια αποτυγχάνει, παρά τα βήματα προόδου και στήριξης εντός κι εκτός της επιστημονικής κοινότητας, καθώς οι αντιστάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν είναι αμελητέες. Παρά ταύτα, μια νέα ευκαιρία να συνεχίσει το έργο του δίνεται στον Φράνκο Μπαζάλια το 1971 όταν αναλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Τεργέστης. Μέσα στα επόμενα επτά χρόνια οι αλλαγές είναι ριζικές: κατάργηση των περιορισμών, όπως χρήση μόνο πλαστικών μαχαιροπίρουνων, δέσιμο με λουριά στο κρεβάτι, κλειδωμένες πόρτες και παράθυρα. Το προσωπικό του νοσοκομείου μπορούσε να ακολουθήσει το δικό του πρότυπο σχέσης με τους ασθενείς, ενώ η χρήση φαρμάκων λειτουργούσε επικουρικά και όχι ως αυτάρκης θεραπεία. Ξεκίνησαν καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ανοιχτές στο κοινό, με εξωνοσοκομειακό ακροατήριο. Πραγματοποιήθηκαν εκδρομές με διαμονή σε κανονικά καταλύματα και ανατράπηκαν τα δεδομένα της «εργοθεραπείας». Όσοι παρείχαν εργασία πληρώνονταν αξιοπρεπώς και είχαν τα ίδια εργασιακά δικαιώματα με όλους. Σχετικά, δε, με τον τόπο διαμονής τους, ορισμένοι ασθενείς βρήκαν σπίτι εντός της κοινότητας, στις οικογένειές τους, κάποιοι παρέμεναν σε μικρές ομάδες σε νοικιαζόμενα διαμερίσματα, ενώ κάποιες πτέρυγες του νοσοκομείου μετατράπηκαν σε ξενώνες στις οποίες οι πρώην ασθενείς φιλοξενούνταν.
Η κατάληξη αυτών των (επίπονων) προσπαθειών ήταν η ψήφιση του περίφημου νόμου 180 από το ιταλικό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 1978 για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, ένας νόμος που είχε μπροστά του Συμπληγάδες μέχρι να φτάσει στην εφαρμογή. Ο Μπαζάλια έδωσε ομιλίες ανά τον κόσμο υποστηρίζοντας το νόμο και τον Νοέμβριο του 1979 έγινε συντονιστής των ψυχιατρικών υπηρεσιών της Επαρχίας του Λάτσιο. Έθεσε σε εφαρμογή τρία προγράμματα αποασυλοποίησης υψηλού επιπέδου, ζητώντας ταυτόχρονα να του εξασφαλιστεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση πλήρης ελευθερία κινήσεων. Ωστόσο, το 1980 προσβλήθηκε από καρκίνο στον εγκέφαλο και πέθανε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στο σπίτι του στην Βενετία.
Τον δρόμο της αποϊδρυματοποίησης, που άνοιξε ο Μπαζάλια, διέσχισε κάποια χρόνια αργότερα και η ψυχιατρική κοινότητα της Ελλάδας, με το κλείσιμο (το 1997) του Ψυχιατρείου της Λέρου, ενός ιδρύματος βαρβαρότητας και βάναυσου αποκλεισμού.
«Οι έγκλειστοι διαβιούν σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, μεγάλα κτίρια που θερμαίνονται (;) με σόμπες που καίνε καυσόξυλα (…). Ένα ποσοστό 60% αρρώστων ήσαν μονίμως ξυπόλητοι. Όλοι ήσαν κουρεμένοι με την ψιλή για να προστατεύονται από παράσιτα (…). Η σίτιση γινόταν σε τραπεζαρία με πάγκους, σε ορισμένα τμήματα χωρίς καν κουτάλια. Τα τρόφιμα χορηγούνταν στο ίδρυμα με ολιγοπωλειακούς όρους (…). Η ποιότητα ήταν κακή. Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης και καθαριότητας ήσαν ποσοτικά ανεπαρκείς και ποιοτικά άθλιες (…). Ο κάθε εφημερεύων καλείται να διευθετήσει κάποια συμπλοκή και να περιθάλψει όσα προκύπτουν από αυτή. Π.χ. συρραφή δαγκωμένου αυτιού ή ξυλοδαρμό με αλυσίδα αρρώστου από νοσοκόμο (η σχετική ένορκη διοικητική ανάκριση κατέληξε σε επίπληξη», περιγράφει η Έφη Σκληρή, εργαζόμενη στο Ψυχιατρείο της Λέρου το διάστημα 1979-1980.
Εντούτοις, η (αναγκαία) ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα συνεχίζεται, με τα ψυχιατρικά ιδρύματα να διατηρούν, ως επί το πλείστον, το ρόλο των φορέων βίαιης καταστολής και απομόνωσης. Φαντάζομαι πως οι εικόνες, που δημοσιοποιήθηκαν πριν περίπου ένα χρόνο από το ΚΕ.ΠΕ.Π. (Κέντρο Περίθαλψης Παίδων) Λεχαινών, με παιδιά φυλακισμένα σε κλουβιά κι άλλα δεμένα με ιμάντες, δεν συγκαταλέγονται στο σχέδιο αναμόρφωσης της Ψυχικής Υγείας στη χώρα.
«Ζούμε σε μια πραγματικότητα που βασίζεται στη διαίρεση, σε μια κοινωνική οργάνωση που μας σκοτώνει και μας εξουσιοδοτεί να σκοτώνουμε τους άλλους για να επιζήσουμε. Είναι αυτή η πραγματικότητα που πρέπει ν’ αλλάξει και πρέπει ν’ αγωνιστούμε για να την αλλάξουμε, έτσι ώστε να μπορούμε να βρούμε τις πραγματικές απαντήσεις στις κοινωνικές ανάγκες του άλλου: σε μια κοινωνία όπου το κοινωνικό σύστημα δεν θα καθορίζεται από αυτόν που το διαχειρίζεται και το ελέγχει, αλλά στο οποίο θα είναι οι ανάγκες όλων που θα καθορίζουν την ποιότητα και τον τρόπο των απαντήσεων».
Κάπως έτσι ολοκλήρωνε την παρέμβασή του σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης ο Φράνκο Μπαζάλια τον Φεβρουάριο του 1975.Ο ψυχίατρος της αποϊδρυματοποίησης γεννήθηκε σαν σήμερα, 11 Μαρτίου, στην Βενετία το 1924 και μεγάλωσε στη συνοικία του Σαν Πόλο. Το 1943 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, όπου και ανέπτυξε έντονη αντιφασιστική δράση. Ωστόσο, η προδοσία (εναντίον του) ενός εκ των συντρόφων του, τον οδήγησε στη φυλακή για έξι μήνες, μια εμπειρία που τον επηρέασε βαθιά στη μετέπειτα πορεία της ζωής του.
Ήταν τα ίδια κάγκελα μιας άλλης φυλακής που συνάντησε ξανά, το 1961, από τη θέση πια του διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Γκορίτσια. Συνθήκες στρατωνισμού και φυσικής καταπίεσης, κλειδωμένες πόρτες, υποχρεωτική συνοδεία του ασθενή ακόμη και στην τουαλέτα, ηλεκτροσπασμοθεραπείες και πολλές ακόμη εικόνες εξευτελισμού και καταπίεσης, ήταν η ιδρυματική πραγματικότητα με την οποία ήρθε αντιμέτωπος ο Μπαζάλια. Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία και οι εργαζόμενοι σε αυτά δεν ήταν παρά «η διεύρυνση του μονοπωλίου της εξουσίας προς τους τεχνικούς (σ.σ.: ψυχίατροι και λοιποί εμπλεκόμενοι), που θα την ασκήσουν στο όνομά της και θα εξακολουθήσουν να δημιουργούν καινούριους αποκλεισμένους μέσω μιας διαφορετικής μορφής βίας: της τεχνικής βίας». Ο άρρωστος περιθωριοποιείται, αντικειμενοποιείται και χάνει δια παντός την κοινωνική του υπόσταση. Γίνεται ο εξουσιαζόμενος που δέχεται άκριτα τις εντολές του εξουσιαστή-γιατρού του, σε μια σχέση χωρίς αμοιβαιότητα.
Ήδη από την αρχή του εγχειρήματος της αποασυλοποίησης, ο Μπαζάλια δεν έκρυψε τον πολιτικό χαρακτήρα αυτού, κάθε άλλο, διότι για εκείνον «η πολιτικοποίηση της δράσης είναι ακόμα η μόνη θεραπευτική πράξη που έχουμε στη διάθεσή μας και που συμπίπτει με την ανάδειξη- σε όλα τα επίπεδα της κοινότητας- των πιο σοβαρών και πιο κρυμμένων αντιφάσεων του κοινωνικού μας συστήματος».
Ωστόσο, το εγχείρημα της Γκορίτσια αποτυγχάνει, παρά τα βήματα προόδου και στήριξης εντός κι εκτός της επιστημονικής κοινότητας, καθώς οι αντιστάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν είναι αμελητέες. Παρά ταύτα, μια νέα ευκαιρία να συνεχίσει το έργο του δίνεται στον Φράνκο Μπαζάλια το 1971 όταν αναλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Τεργέστης. Μέσα στα επόμενα επτά χρόνια οι αλλαγές είναι ριζικές: κατάργηση των περιορισμών, όπως χρήση μόνο πλαστικών μαχαιροπίρουνων, δέσιμο με λουριά στο κρεβάτι, κλειδωμένες πόρτες και παράθυρα. Το προσωπικό του νοσοκομείου μπορούσε να ακολουθήσει το δικό του πρότυπο σχέσης με τους ασθενείς, ενώ η χρήση φαρμάκων λειτουργούσε επικουρικά και όχι ως αυτάρκης θεραπεία. Ξεκίνησαν καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ανοιχτές στο κοινό, με εξωνοσοκομειακό ακροατήριο. Πραγματοποιήθηκαν εκδρομές με διαμονή σε κανονικά καταλύματα και ανατράπηκαν τα δεδομένα της «εργοθεραπείας». Όσοι παρείχαν εργασία πληρώνονταν αξιοπρεπώς και είχαν τα ίδια εργασιακά δικαιώματα με όλους. Σχετικά, δε, με τον τόπο διαμονής τους, ορισμένοι ασθενείς βρήκαν σπίτι εντός της κοινότητας, στις οικογένειές τους, κάποιοι παρέμεναν σε μικρές ομάδες σε νοικιαζόμενα διαμερίσματα, ενώ κάποιες πτέρυγες του νοσοκομείου μετατράπηκαν σε ξενώνες στις οποίες οι πρώην ασθενείς φιλοξενούνταν.
Η κατάληξη αυτών των (επίπονων) προσπαθειών ήταν η ψήφιση του περίφημου νόμου 180 από το ιταλικό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 1978 για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, ένας νόμος που είχε μπροστά του Συμπληγάδες μέχρι να φτάσει στην εφαρμογή. Ο Μπαζάλια έδωσε ομιλίες ανά τον κόσμο υποστηρίζοντας το νόμο και τον Νοέμβριο του 1979 έγινε συντονιστής των ψυχιατρικών υπηρεσιών της Επαρχίας του Λάτσιο. Έθεσε σε εφαρμογή τρία προγράμματα αποασυλοποίησης υψηλού επιπέδου, ζητώντας ταυτόχρονα να του εξασφαλιστεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση πλήρης ελευθερία κινήσεων. Ωστόσο, το 1980 προσβλήθηκε από καρκίνο στον εγκέφαλο και πέθανε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στο σπίτι του στην Βενετία.
Τον δρόμο της αποϊδρυματοποίησης, που άνοιξε ο Μπαζάλια, διέσχισε κάποια χρόνια αργότερα και η ψυχιατρική κοινότητα της Ελλάδας, με το κλείσιμο (το 1997) του Ψυχιατρείου της Λέρου, ενός ιδρύματος βαρβαρότητας και βάναυσου αποκλεισμού.
«Οι έγκλειστοι διαβιούν σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, μεγάλα κτίρια που θερμαίνονται (;) με σόμπες που καίνε καυσόξυλα (…). Ένα ποσοστό 60% αρρώστων ήσαν μονίμως ξυπόλητοι. Όλοι ήσαν κουρεμένοι με την ψιλή για να προστατεύονται από παράσιτα (…). Η σίτιση γινόταν σε τραπεζαρία με πάγκους, σε ορισμένα τμήματα χωρίς καν κουτάλια. Τα τρόφιμα χορηγούνταν στο ίδρυμα με ολιγοπωλειακούς όρους (…). Η ποιότητα ήταν κακή. Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης και καθαριότητας ήσαν ποσοτικά ανεπαρκείς και ποιοτικά άθλιες (…). Ο κάθε εφημερεύων καλείται να διευθετήσει κάποια συμπλοκή και να περιθάλψει όσα προκύπτουν από αυτή. Π.χ. συρραφή δαγκωμένου αυτιού ή ξυλοδαρμό με αλυσίδα αρρώστου από νοσοκόμο (η σχετική ένορκη διοικητική ανάκριση κατέληξε σε επίπληξη», περιγράφει η Έφη Σκληρή, εργαζόμενη στο Ψυχιατρείο της Λέρου το διάστημα 1979-1980.
Εντούτοις, η (αναγκαία) ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα συνεχίζεται, με τα ψυχιατρικά ιδρύματα να διατηρούν, ως επί το πλείστον, το ρόλο των φορέων βίαιης καταστολής και απομόνωσης. Φαντάζομαι πως οι εικόνες, που δημοσιοποιήθηκαν πριν περίπου ένα χρόνο από το ΚΕ.ΠΕ.Π. (Κέντρο Περίθαλψης Παίδων) Λεχαινών, με παιδιά φυλακισμένα σε κλουβιά κι άλλα δεμένα με ιμάντες, δεν συγκαταλέγονται στο σχέδιο αναμόρφωσης της Ψυχικής Υγείας στη χώρα.
«Τι πράγμα είναι, αν όχι βία, η δύναμη που σπρώχνει μια κοινωνία να απομακρύνει και να αποκλείσει τα στοιχεία που δεν παίζουν το παιχνίδι της; Τι πράγμα είναι, αν όχι αποκλεισμός και βία, οι βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται οι θεσμοί των οποίων οι κανόνες έχουν συσταθεί με το συγκεκριμένο σκοπό να καταστρέψουν ό,τι προσωπικό απομένει στον καθένα προς υπεράσπιση της καλής έκβασης και της γενικής οργάνωσης;»
Σε μια κοινωνία που τιμωρεί, που σπρώχνει στα παρασκήνια ό,τι και όποιον δεν συμβαδίζει με τις ανελεύθερες τακτικές της, ο Μπαζάλια απέδειξε πως «το φυσιολογικό μπορεί να είναι εξίσου μια διαστροφή, όσο και η τρέλα». Είδε στο σώμα που νοσούσε «τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει για τον εαυτό του ένα σώμα καθ’ εαυτό που να μπορεί να κατανοεί διαλεκτικά τον κόσμο». Δεν μπλέχτηκε στα δίχτυα μιας (αυτό)επιβαλλόμενης ιδεολογίας και δούλευε συνεχώς με στόχο τη ρήξη του κατεστημένου. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε στην ερώτηση: «Και τι μπορούμε να κάνουμε μέχρι να ανοίξει το ίδρυμα;», η οποία τού έγινε στο Σάο Πάουλο τον Ιούνιο του 1979. Ήταν σαφής: «Ν’ ανοίξετε το ίδρυμα»!
*Έχει γίνει επιλογή πληροφοριών και λόγων του Μπαζάλια από τα ακόλουθα βιβλία:
1) Οι θεσμοί της βίας και άλλα κείμενα, Εκδόσεις Βιβλιοτεχνία
2) Εναλλακτική Ψυχιατρική. Ενάντια στην απαισιοδοξία της λογικής. Για την αισιοδοξία της πράξης, Εκδόσεις Καστανιώτη
Κάπως έτσι ολοκλήρωνε την παρέμβασή του σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης ο Φράνκο Μπαζάλια τον Φεβρουάριο του 1975.Ο ψυχίατρος της αποϊδρυματοποίησης γεννήθηκε σαν σήμερα, 11 Μαρτίου, στην Βενετία το 1924 και μεγάλωσε στη συνοικία του Σαν Πόλο. Το 1943 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάντοβα, όπου και ανέπτυξε έντονη αντιφασιστική δράση. Ωστόσο, η προδοσία (εναντίον του) ενός εκ των συντρόφων του, τον οδήγησε στη φυλακή για έξι μήνες, μια εμπειρία που τον επηρέασε βαθιά στη μετέπειτα πορεία της ζωής του.
Ήταν τα ίδια κάγκελα μιας άλλης φυλακής που συνάντησε ξανά, το 1961, από τη θέση πια του διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Γκορίτσια. Συνθήκες στρατωνισμού και φυσικής καταπίεσης, κλειδωμένες πόρτες, υποχρεωτική συνοδεία του ασθενή ακόμη και στην τουαλέτα, ηλεκτροσπασμοθεραπείες και πολλές ακόμη εικόνες εξευτελισμού και καταπίεσης, ήταν η ιδρυματική πραγματικότητα με την οποία ήρθε αντιμέτωπος ο Μπαζάλια. Τα ψυχιατρικά νοσοκομεία και οι εργαζόμενοι σε αυτά δεν ήταν παρά «η διεύρυνση του μονοπωλίου της εξουσίας προς τους τεχνικούς (σ.σ.: ψυχίατροι και λοιποί εμπλεκόμενοι), που θα την ασκήσουν στο όνομά της και θα εξακολουθήσουν να δημιουργούν καινούριους αποκλεισμένους μέσω μιας διαφορετικής μορφής βίας: της τεχνικής βίας». Ο άρρωστος περιθωριοποιείται, αντικειμενοποιείται και χάνει δια παντός την κοινωνική του υπόσταση. Γίνεται ο εξουσιαζόμενος που δέχεται άκριτα τις εντολές του εξουσιαστή-γιατρού του, σε μια σχέση χωρίς αμοιβαιότητα.
Ήδη από την αρχή του εγχειρήματος της αποασυλοποίησης, ο Μπαζάλια δεν έκρυψε τον πολιτικό χαρακτήρα αυτού, κάθε άλλο, διότι για εκείνον «η πολιτικοποίηση της δράσης είναι ακόμα η μόνη θεραπευτική πράξη που έχουμε στη διάθεσή μας και που συμπίπτει με την ανάδειξη- σε όλα τα επίπεδα της κοινότητας- των πιο σοβαρών και πιο κρυμμένων αντιφάσεων του κοινωνικού μας συστήματος».
Ωστόσο, το εγχείρημα της Γκορίτσια αποτυγχάνει, παρά τα βήματα προόδου και στήριξης εντός κι εκτός της επιστημονικής κοινότητας, καθώς οι αντιστάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν είναι αμελητέες. Παρά ταύτα, μια νέα ευκαιρία να συνεχίσει το έργο του δίνεται στον Φράνκο Μπαζάλια το 1971 όταν αναλαμβάνει τη θέση του διευθυντή του ψυχιατρικού νοσοκομείου της Τεργέστης. Μέσα στα επόμενα επτά χρόνια οι αλλαγές είναι ριζικές: κατάργηση των περιορισμών, όπως χρήση μόνο πλαστικών μαχαιροπίρουνων, δέσιμο με λουριά στο κρεβάτι, κλειδωμένες πόρτες και παράθυρα. Το προσωπικό του νοσοκομείου μπορούσε να ακολουθήσει το δικό του πρότυπο σχέσης με τους ασθενείς, ενώ η χρήση φαρμάκων λειτουργούσε επικουρικά και όχι ως αυτάρκης θεραπεία. Ξεκίνησαν καλλιτεχνικές δραστηριότητες, ανοιχτές στο κοινό, με εξωνοσοκομειακό ακροατήριο. Πραγματοποιήθηκαν εκδρομές με διαμονή σε κανονικά καταλύματα και ανατράπηκαν τα δεδομένα της «εργοθεραπείας». Όσοι παρείχαν εργασία πληρώνονταν αξιοπρεπώς και είχαν τα ίδια εργασιακά δικαιώματα με όλους. Σχετικά, δε, με τον τόπο διαμονής τους, ορισμένοι ασθενείς βρήκαν σπίτι εντός της κοινότητας, στις οικογένειές τους, κάποιοι παρέμεναν σε μικρές ομάδες σε νοικιαζόμενα διαμερίσματα, ενώ κάποιες πτέρυγες του νοσοκομείου μετατράπηκαν σε ξενώνες στις οποίες οι πρώην ασθενείς φιλοξενούνταν.
Η κατάληξη αυτών των (επίπονων) προσπαθειών ήταν η ψήφιση του περίφημου νόμου 180 από το ιταλικό Κοινοβούλιο τον Μάιο του 1978 για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση, ένας νόμος που είχε μπροστά του Συμπληγάδες μέχρι να φτάσει στην εφαρμογή. Ο Μπαζάλια έδωσε ομιλίες ανά τον κόσμο υποστηρίζοντας το νόμο και τον Νοέμβριο του 1979 έγινε συντονιστής των ψυχιατρικών υπηρεσιών της Επαρχίας του Λάτσιο. Έθεσε σε εφαρμογή τρία προγράμματα αποασυλοποίησης υψηλού επιπέδου, ζητώντας ταυτόχρονα να του εξασφαλιστεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση πλήρης ελευθερία κινήσεων. Ωστόσο, το 1980 προσβλήθηκε από καρκίνο στον εγκέφαλο και πέθανε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου στο σπίτι του στην Βενετία.
Τον δρόμο της αποϊδρυματοποίησης, που άνοιξε ο Μπαζάλια, διέσχισε κάποια χρόνια αργότερα και η ψυχιατρική κοινότητα της Ελλάδας, με το κλείσιμο (το 1997) του Ψυχιατρείου της Λέρου, ενός ιδρύματος βαρβαρότητας και βάναυσου αποκλεισμού.
«Οι έγκλειστοι διαβιούν σε παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, μεγάλα κτίρια που θερμαίνονται (;) με σόμπες που καίνε καυσόξυλα (…). Ένα ποσοστό 60% αρρώστων ήσαν μονίμως ξυπόλητοι. Όλοι ήσαν κουρεμένοι με την ψιλή για να προστατεύονται από παράσιτα (…). Η σίτιση γινόταν σε τραπεζαρία με πάγκους, σε ορισμένα τμήματα χωρίς καν κουτάλια. Τα τρόφιμα χορηγούνταν στο ίδρυμα με ολιγοπωλειακούς όρους (…). Η ποιότητα ήταν κακή. Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης και καθαριότητας ήσαν ποσοτικά ανεπαρκείς και ποιοτικά άθλιες (…). Ο κάθε εφημερεύων καλείται να διευθετήσει κάποια συμπλοκή και να περιθάλψει όσα προκύπτουν από αυτή. Π.χ. συρραφή δαγκωμένου αυτιού ή ξυλοδαρμό με αλυσίδα αρρώστου από νοσοκόμο (η σχετική ένορκη διοικητική ανάκριση κατέληξε σε επίπληξη», περιγράφει η Έφη Σκληρή, εργαζόμενη στο Ψυχιατρείο της Λέρου το διάστημα 1979-1980.
Εντούτοις, η (αναγκαία) ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα συνεχίζεται, με τα ψυχιατρικά ιδρύματα να διατηρούν, ως επί το πλείστον, το ρόλο των φορέων βίαιης καταστολής και απομόνωσης. Φαντάζομαι πως οι εικόνες, που δημοσιοποιήθηκαν πριν περίπου ένα χρόνο από το ΚΕ.ΠΕ.Π. (Κέντρο Περίθαλψης Παίδων) Λεχαινών, με παιδιά φυλακισμένα σε κλουβιά κι άλλα δεμένα με ιμάντες, δεν συγκαταλέγονται στο σχέδιο αναμόρφωσης της Ψυχικής Υγείας στη χώρα.
«Τι πράγμα είναι, αν όχι βία, η δύναμη που σπρώχνει μια κοινωνία να απομακρύνει και να αποκλείσει τα στοιχεία που δεν παίζουν το παιχνίδι της; Τι πράγμα είναι, αν όχι αποκλεισμός και βία, οι βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται οι θεσμοί των οποίων οι κανόνες έχουν συσταθεί με το συγκεκριμένο σκοπό να καταστρέψουν ό,τι προσωπικό απομένει στον καθένα προς υπεράσπιση της καλής έκβασης και της γενικής οργάνωσης;»
Σε μια κοινωνία που τιμωρεί, που σπρώχνει στα παρασκήνια ό,τι και όποιον δεν συμβαδίζει με τις ανελεύθερες τακτικές της, ο Μπαζάλια απέδειξε πως «το φυσιολογικό μπορεί να είναι εξίσου μια διαστροφή, όσο και η τρέλα». Είδε στο σώμα που νοσούσε «τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει για τον εαυτό του ένα σώμα καθ’ εαυτό που να μπορεί να κατανοεί διαλεκτικά τον κόσμο». Δεν μπλέχτηκε στα δίχτυα μιας (αυτό)επιβαλλόμενης ιδεολογίας και δούλευε συνεχώς με στόχο τη ρήξη του κατεστημένου. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε στην ερώτηση: «Και τι μπορούμε να κάνουμε μέχρι να ανοίξει το ίδρυμα;», η οποία τού έγινε στο Σάο Πάουλο τον Ιούνιο του 1979. Ήταν σαφής: «Ν’ ανοίξετε το ίδρυμα»!
*Έχει γίνει επιλογή πληροφοριών και λόγων του Μπαζάλια από τα ακόλουθα βιβλία:
1) Οι θεσμοί της βίας και άλλα κείμενα, Εκδόσεις Βιβλιοτεχνία
2) Εναλλακτική Ψυχιατρική. Ενάντια στην απαισιοδοξία της λογικής. Για την αισιοδοξία της πράξης, Εκδόσεις Καστανιώτη
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου