Αυτό το καλοκαίρι είχες πει ότι θα φύγεις από την πόλη. Θα έκανες ολιγοήμερες διακοπές, απλώς, για να αλλάξεις παραστάσεις. Μα, είσαι ακόμα εδώ...
Ο Ιούλιος του 2015 έχει αρχίσει να γερνάει, να δύει, η καρδιά του καλοκαιριού ακούγεται ακόμα ακμαία, αλλά γνωρίζεις ότι η φόρτισή της δεν θα κρατήσει για πολύ. Και πώς να προλάβεις να εξοικονομήσεις ενέργεια μέχρι και το τέλος Αυγούστου – και, βασικά, από πού φορτίζει αυτή η μπαταρία;
Δεν χρειάζεται να έχεις σπουδάσει ψυχανάλυση, ή ό,τι πιο σχετικό, προκειμένου να καταλήξεις στο ότι οι διακοπές του καλοκαιριού είναι, βασικά, το να ξεκουνήσεις από την πόλη σου. Να πας κάπου αλλού -λίγο-πολύ, μακριά-κοντά, δεν έχει σημασία- αρκεί να αλλάξεις παραστάσεις. Να μπορέσεις να πνίξεις μέσα σου τον χειμώνα, την άνοιξη, τις αρχές του καλοκαιριού και ό,τι άσχημο αυτές οι εποχές κουβάλησαν, για να πας παρακάτω. Να αλλάξεις εποχή έχοντας διαγράψει τα στενάχωρα από ό,τι έζησες μέσα στο 2015, μέχρι τότε, και να πας στο φθινόπωρο ένας νέος άνθρωπος, μυημένος στα «άρρωστα» της ζωής - και στα γιατρικά τους.
Μα, είσαι ακόμα εδώ, είμαστε ακόμα εδώ. Προφανώς και έχουν φύγει κάποιοι από την πόλη, αλλά οι περισσότεροι είμαστε εδώ, όλοι μαζί. Όχι, ούτε σχετικά στοιχεία από την Τροχαία έχω, ούτε κάποιο γκάλοπ έκανα, περιγράφω ό,τι βλέπω κάθε μέρα γύρω μου. Άλλες εποχές, τέτοια εποχή, η Αθήνα θα ήταν μισοάδεια, στον δρόμο θα κυκλοφορούσαν λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότερα μηχανάκια, τα πεζοδρόμια θα είχαν λιγότερο κόσμο. Αλλά φέτος παίρνεις παρουσίες πιο εύκολα, το απουσιολόγιο της πόλης δυσκολεύεται να γεμίσει. Κι εσύ, την ίδια στιγμή, φέτος, είχες πει ότι θα φύγεις από την πόλη που μένεις, για λίγες ημέρες. Όχι κάτι τρελό, ρε αδερφέ, απλώς, για αλλαγή παραστάσεων. Τα προηγούμενα χρόνια δεν πήγες πουθενά, λόγω της παλιοκρίσης. Ή πήγες κάπου για λίγες ημέρες, διακοπές με τα πάντα μετρημένα, αφού το πορτοφόλι εκφράζει άρνηση να ανοίξει – και γιατί να ανοίξει αφού είναι, σχεδόν, άδειο; Επειδή, λοιπόν, δεν είχες περάσει καλά τα προηγούμενα χρόνια, είχες πει ότι φέτος θα κάνεις υπέρβαση στα καβούρια της τσέπης σου -με τα οποία συζείς αναγκαστικά- και θα φύγεις. Αλλά σε πρόλαβαν οι εξελίξεις. Σε πέρασε στη στροφή, από την εξωτερική πλευρά σου, το δημοψήφισμα, τα capital controls, οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις, το ένα πόδι έξω από την Ευρώπη. Σε άφησαν χωρίς προσωπικό αντίτιμο οι σχέσεις, η δουλειά, οι φίλοι σου – πολλοί, μέσα στον πανικό, φέρθηκαν επιπόλαια. Και έτσι, οι παραλίγο δραχμές ή τα ελάχιστα ή καθόλου ευρώ σου δεν μπορούσαν να πιάσουν σε ισοτιμία την αγωνία σου για το παρακάτω της ζωής σου. Από τις στιγμές που δεν μπορείς να πληρώσεις τη ζωή με το ίδιο νόμισμα...
Πατάω play για άλλη μια φορά στα Ξύλινα Σπαθιά, κι όμως είχα/είχες πει «θα φύγω»... Κι όμως είμαι και είσαι ακόμα εδώ, σε αυτό το καλοκαίρι που είναι ό,τι πιο διαφορετικό έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, που έχει κεράσει άπειρη μελαγχολία με μια εσάνς φόβου.
Ανάβω τσιγάρο μέσα στην ησυχία, το κλιματιστικό των απέναντι κροταλίζει και βαράει υπερωρίες αυτή τη νύχτα. Αμέσως μετά, θυμάμαι αυτό που είχε πει η συγγραφέας Christine Orban: «Η θλίψη είναι μια χώρα. Όταν ζει κανείς μες στη θλίψη, δεν μπορεί να είναι ούτε στην παραλία ούτε στην εξοχή». Και ούτε και στην πόλη, συμπληρώνω...
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Ο Ιούλιος του 2015 έχει αρχίσει να γερνάει, να δύει, η καρδιά του καλοκαιριού ακούγεται ακόμα ακμαία, αλλά γνωρίζεις ότι η φόρτισή της δεν θα κρατήσει για πολύ. Και πώς να προλάβεις να εξοικονομήσεις ενέργεια μέχρι και το τέλος Αυγούστου – και, βασικά, από πού φορτίζει αυτή η μπαταρία;
Δεν χρειάζεται να έχεις σπουδάσει ψυχανάλυση, ή ό,τι πιο σχετικό, προκειμένου να καταλήξεις στο ότι οι διακοπές του καλοκαιριού είναι, βασικά, το να ξεκουνήσεις από την πόλη σου. Να πας κάπου αλλού -λίγο-πολύ, μακριά-κοντά, δεν έχει σημασία- αρκεί να αλλάξεις παραστάσεις. Να μπορέσεις να πνίξεις μέσα σου τον χειμώνα, την άνοιξη, τις αρχές του καλοκαιριού και ό,τι άσχημο αυτές οι εποχές κουβάλησαν, για να πας παρακάτω. Να αλλάξεις εποχή έχοντας διαγράψει τα στενάχωρα από ό,τι έζησες μέσα στο 2015, μέχρι τότε, και να πας στο φθινόπωρο ένας νέος άνθρωπος, μυημένος στα «άρρωστα» της ζωής - και στα γιατρικά τους.
Μα, είσαι ακόμα εδώ, είμαστε ακόμα εδώ. Προφανώς και έχουν φύγει κάποιοι από την πόλη, αλλά οι περισσότεροι είμαστε εδώ, όλοι μαζί. Όχι, ούτε σχετικά στοιχεία από την Τροχαία έχω, ούτε κάποιο γκάλοπ έκανα, περιγράφω ό,τι βλέπω κάθε μέρα γύρω μου. Άλλες εποχές, τέτοια εποχή, η Αθήνα θα ήταν μισοάδεια, στον δρόμο θα κυκλοφορούσαν λιγότερα αυτοκίνητα, λιγότερα μηχανάκια, τα πεζοδρόμια θα είχαν λιγότερο κόσμο. Αλλά φέτος παίρνεις παρουσίες πιο εύκολα, το απουσιολόγιο της πόλης δυσκολεύεται να γεμίσει. Κι εσύ, την ίδια στιγμή, φέτος, είχες πει ότι θα φύγεις από την πόλη που μένεις, για λίγες ημέρες. Όχι κάτι τρελό, ρε αδερφέ, απλώς, για αλλαγή παραστάσεων. Τα προηγούμενα χρόνια δεν πήγες πουθενά, λόγω της παλιοκρίσης. Ή πήγες κάπου για λίγες ημέρες, διακοπές με τα πάντα μετρημένα, αφού το πορτοφόλι εκφράζει άρνηση να ανοίξει – και γιατί να ανοίξει αφού είναι, σχεδόν, άδειο; Επειδή, λοιπόν, δεν είχες περάσει καλά τα προηγούμενα χρόνια, είχες πει ότι φέτος θα κάνεις υπέρβαση στα καβούρια της τσέπης σου -με τα οποία συζείς αναγκαστικά- και θα φύγεις. Αλλά σε πρόλαβαν οι εξελίξεις. Σε πέρασε στη στροφή, από την εξωτερική πλευρά σου, το δημοψήφισμα, τα capital controls, οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις, το ένα πόδι έξω από την Ευρώπη. Σε άφησαν χωρίς προσωπικό αντίτιμο οι σχέσεις, η δουλειά, οι φίλοι σου – πολλοί, μέσα στον πανικό, φέρθηκαν επιπόλαια. Και έτσι, οι παραλίγο δραχμές ή τα ελάχιστα ή καθόλου ευρώ σου δεν μπορούσαν να πιάσουν σε ισοτιμία την αγωνία σου για το παρακάτω της ζωής σου. Από τις στιγμές που δεν μπορείς να πληρώσεις τη ζωή με το ίδιο νόμισμα...
Πατάω play για άλλη μια φορά στα Ξύλινα Σπαθιά, κι όμως είχα/είχες πει «θα φύγω»... Κι όμως είμαι και είσαι ακόμα εδώ, σε αυτό το καλοκαίρι που είναι ό,τι πιο διαφορετικό έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, που έχει κεράσει άπειρη μελαγχολία με μια εσάνς φόβου.
Ανάβω τσιγάρο μέσα στην ησυχία, το κλιματιστικό των απέναντι κροταλίζει και βαράει υπερωρίες αυτή τη νύχτα. Αμέσως μετά, θυμάμαι αυτό που είχε πει η συγγραφέας Christine Orban: «Η θλίψη είναι μια χώρα. Όταν ζει κανείς μες στη θλίψη, δεν μπορεί να είναι ούτε στην παραλία ούτε στην εξοχή». Και ούτε και στην πόλη, συμπληρώνω...
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου