Το καλοκαίρι μπορεί κάπου να σκάλωσε, να έχασε τον δρόμο, μπορεί ακόμα και να αποφάσισε να εκδικηθεί τους Locomondo, δεν ξέρω. Τα συνεπακόλουθα του όμως κατέφθασαν μια νύχτα με φεγγάρι στο μικρό μας σπίτι και έκαναν κατάληψη.
Μυγάκια. Παντού. Εκατοντάδες μικρά, ενοχλητικά, μαύρα μυγάκια. Μυγάκια που εμφανίστηκαν από το πουθενά, όχι μόνο σε μέρη με υγρασία, αλλά και σε δωμάτιο τόσο ξηρό που συναγωνίζεται την Σαχάρα. Μυγάκια -που πιθανολογώ- συνουσιάζονται ασύστολα όλο το βράδυ και μετά το αχαλίνωτο σεξ πεθαίνουν. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς αλλιώς βρίσκουμε εκατοντάδες απ' αυτά νεκρά την επόμενη μέρα το πρωί.
Διάβασα δεκάδες άρθρα στο διαδίκτυο, ρώτησα γεωπόνους, καταστήματα, φίλους, γνωστούς, λέω «δεν μπορεί, τόση μαζεμένη σοφία, τόση δανεική εμπειρία, θα τα νικήσω».
Και άρχισε ο πόλεμος. Βάλαμε τόση σιλικόνη στις χαραμάδες που οι Καρντάσιανς μας έκαναν μήνυση για έλλειψη προϊόντος. Κρεμάσαμε λεβάντες και δαφνόφυλλα στις γωνίες, σκορπίσαμε αιθέρια έλαια. Βάλαμε λάδι και ξύδι. Ουδέν αποτέλεσμα.
Κάψαμε τόνους καφέ, από την χαρά του ήρθε ο παπαγάλος αυτοπροσώπως και μας τραγούδησε. Βάλαμε σήτες. Έξυπνες, χαζές, χωρίς IQ, τόσες σήτες που το σπίτι έμοιαζε με το σκηνικό του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Τα μυγάκια εκεί, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους να κερδίζουν στο δυναμικό κοινό.
Ψεκάσαμε. Στην αρχή με οικολογικά. Μετά με βιολογικά. Με νέας γενιάς. Στην απόγνωση, με χημικά εντομοαπωθητικά. Με βόμβες Ναπάλμ. Κοντέψαμε να μεταλλαχθούμε. Εμείς, τα μυγάκια εκεί, ακλόνητα και ακούνητα.
Ζώστηκα την ηλεκτρική σκούπα και ως άλλος flybuster, επί τρεις ώρες, τα ρούφηξα ένα-ένα για να χαρώ την νίκη μου για μισή ώρα. Μέχρι να ξεζαλωθώ και να επαναφέρω τις αρθρώσεις όλο το σπίτι ξανά σαν ένα τεράστιο σκυλί Δαλματίας.
Ταλαίπωρη, απεγνωσμένη τηλεφώνησα σε συνεργείο απεντόμωσης. Το σπίτι σε επαρχιακό χωριό, οι επιλογές μετρημένες στα δυο δάχτυλα. Το κόστος όχι ευκαταφρόνητο. «Θα πρέπει να λείψετε και ένα διάστημα από το σπίτι» είπε ο ειδικός.
Κλείδωσα το σπίτι και έστησα την σκηνή στην αυλή. Θα μείνω εδώ, να τα κοιτάζω νικημένη και να τραγουδώ «fly me to the end of life»...
Μυγάκια. Παντού. Εκατοντάδες μικρά, ενοχλητικά, μαύρα μυγάκια. Μυγάκια που εμφανίστηκαν από το πουθενά, όχι μόνο σε μέρη με υγρασία, αλλά και σε δωμάτιο τόσο ξηρό που συναγωνίζεται την Σαχάρα. Μυγάκια -που πιθανολογώ- συνουσιάζονται ασύστολα όλο το βράδυ και μετά το αχαλίνωτο σεξ πεθαίνουν. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς αλλιώς βρίσκουμε εκατοντάδες απ' αυτά νεκρά την επόμενη μέρα το πρωί.
Διάβασα δεκάδες άρθρα στο διαδίκτυο, ρώτησα γεωπόνους, καταστήματα, φίλους, γνωστούς, λέω «δεν μπορεί, τόση μαζεμένη σοφία, τόση δανεική εμπειρία, θα τα νικήσω».
Και άρχισε ο πόλεμος. Βάλαμε τόση σιλικόνη στις χαραμάδες που οι Καρντάσιανς μας έκαναν μήνυση για έλλειψη προϊόντος. Κρεμάσαμε λεβάντες και δαφνόφυλλα στις γωνίες, σκορπίσαμε αιθέρια έλαια. Βάλαμε λάδι και ξύδι. Ουδέν αποτέλεσμα.
Κάψαμε τόνους καφέ, από την χαρά του ήρθε ο παπαγάλος αυτοπροσώπως και μας τραγούδησε. Βάλαμε σήτες. Έξυπνες, χαζές, χωρίς IQ, τόσες σήτες που το σπίτι έμοιαζε με το σκηνικό του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Τα μυγάκια εκεί, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους να κερδίζουν στο δυναμικό κοινό.
Ψεκάσαμε. Στην αρχή με οικολογικά. Μετά με βιολογικά. Με νέας γενιάς. Στην απόγνωση, με χημικά εντομοαπωθητικά. Με βόμβες Ναπάλμ. Κοντέψαμε να μεταλλαχθούμε. Εμείς, τα μυγάκια εκεί, ακλόνητα και ακούνητα.
Ζώστηκα την ηλεκτρική σκούπα και ως άλλος flybuster, επί τρεις ώρες, τα ρούφηξα ένα-ένα για να χαρώ την νίκη μου για μισή ώρα. Μέχρι να ξεζαλωθώ και να επαναφέρω τις αρθρώσεις όλο το σπίτι ξανά σαν ένα τεράστιο σκυλί Δαλματίας.
Ταλαίπωρη, απεγνωσμένη τηλεφώνησα σε συνεργείο απεντόμωσης. Το σπίτι σε επαρχιακό χωριό, οι επιλογές μετρημένες στα δυο δάχτυλα. Το κόστος όχι ευκαταφρόνητο. «Θα πρέπει να λείψετε και ένα διάστημα από το σπίτι» είπε ο ειδικός.
Κλείδωσα το σπίτι και έστησα την σκηνή στην αυλή. Θα μείνω εδώ, να τα κοιτάζω νικημένη και να τραγουδώ «fly me to the end of life»...
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου