Βαρουφάκης: Μειωτικό και ολέθριο το μοντέλο Treuhand που επιβάλλουν οι δανειστές

Για «μειωτικό, αφάνταστο και ολέθριο μοντέλο Treuhand» που επέβαλαν στην Αθήνα οι δανειστές, απορρίπτοντας την ελληνική πρόταση για σύσταση Αναπτυξιακής Τράπεζας, κάνει λόγο σε άρθρο του στο Project Syndicate ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της διαπραγμάτευσης.

Όπως εξηγεί ο Γ. Βαρουφάκης, οι ηγέτες της Ευρωζώνης ήθελαν να μεταφερθούν περιουσιακά στοιχεία του Ελληνικού Δημοσίου σε ένα ταμείο τύπου Treuhand (όπως αυτό που είχε συσταθεί μετά την ένωση της Γερμανίας και επέφερε γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις με καταστροφικές συνέπειες στην ανατολική Γερμανία) με έδρα το Λουξεμβούργο και υπό την εποπτεία μίας ομάδας με επικεφαλής τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μάλιστα, ενώ το αυθεντικό ταμείο Treuhand συνοδευόταν από τεράστιες επενδύσεις της Δυτικής Γερμανίας σε υποδομές της Ανατολικής Γερμανίας, για την Ελλάδα δεν προβλεπόταν κανένα αντίστοιχο όφελος.

Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Οικονομικών, ο διάδοχός του, Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατάφερε να βελτιώσει κάποια πράγματα, πετυχαίνοντας τη μεταφορά της έδρας του ταμείου στην Αθήνα και διασφαλίζοντας ότι οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων θα γίνουν σε βάθος 30ετίας, και όχι μέσα σε τρία χρόνια, όπως ζητούσαν οι δανειστές.

Ωστόσο, κατά τον ίδιο το ταμείο αυτό παραμένει κάτι το απεχθές, που αποτελεί στίγμα στη συνείδηση της Ευρώπης, δεδομένου ότι θα το διαχειρίζεται ουσιαστικά η τρόικα, ενώ τα έσοδα θα πηγαίνουν στην αποπληρωμή ενός μη βιώσιμου χρέους.

Παρουσιάζοντας την δική του πρόταση, που είχε καταθέσει στις 19 Ιουνίου στη γερμανική κυβέρνηση και στην τρόικα, αναφέρει:

«Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει να συνδυάσει τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (εξαιρώντας αυτά που σχετίζονται με την ασφάλεια της χώρας, τις δημόσιες παροχές και την πολιτιστική κληρονομιά) σε μία κεντρική ελέγχουσα εταιρεία που θα διαχωρίζεται από την κυβερνητική διοίκηση και θα αντιμετωπίζεται ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπό την αιγίδα του ελληνικού κοινοβουλίου, με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και τη δημιουργία ρεύματος σταθεροποιητικών επενδύσεων. Το ελληνικό κράτος θα είναι ο μοναδικός μέτοχος, αλλά δεν θα εγγυάται το παθητικό ή το χρέος της.

Η εταιρεία θα παίζει ενεργό ρόλο στην προετοιμασία των περιουσιακών στοιχείων για πώληση. Θα «εξέδιδε ένα πλήρως εγγυημένο ομόλογο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων» για να συγκεντρώσει 30-40 δισ. ευρώ τα οποία, «λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα αξία των περιουσιακών στοιχείων» θα «επένδυε στον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων υπό τη διαχείρισή της».

Το πλάνο προέβλεπε ένα επενδυτικό πρόγραμμα 3-4 χρόνων, με αποτέλεσμα «επιπρόσθετες δαπάνες 5% του ΑΕΠ ετησίως» με τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες να σημαίνουν «έναν θετικό πολλαπλασιαστή ανάπτυξης πάνω από 1,5» ο οποίος «θα ενίσχυε την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ σε ένα επίπεδο πάνω από 5% για αρκετά χρόνια». Αυτό με τη σειρά του θα προκαλούσε «ανάλογες αυξήσεις σε φορολογικά έσοδα» και ως εκ τούτου «θα συνέβαλε στη δημοσιονομική βιωσιμότητα, ενώ θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να έχει πειθαρχία επί των δαπανών χωρίς να συρρικνώνει περαιτέρω την κοινωνική οικονομία».

Σε αυτό το σενάριο, το πρωτογενές πλεόνασμα (που δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων) θα επιτύγχανε μεγέθη «ταχύτητας διαφυγής» τόσο σε απόλυτη όσο και σε ποσοστιαία βάση με την πάροδο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα, στην εταιρεία θα «χορηγούνταν τραπεζική άδεια» σε 1-2 χρόνια «και έτσι θα μετατρεπόταν σε μία ολοκληρωμένη Αναπτυξιακή Τράπεζα, ικανή να συγκεντρώσει ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα και να μπει σε σχέδια συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων».

Η Αναπτυξιακή Τράπεζα που προτείναμε «θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να διαλέξει ποια περιουσιακά στοιχεία θα ιδιωτικοποιούνταν και ποια όχι, ενώ θα εγγυόταν ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μείωση χρέους από τις επιλεγμένες ιδιωτικοποιήσεις». Αλλωστε, «οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων θα αυξάνονταν περισσότερο από το πραγματικό ποσό που θα ξοδεύονταν για τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση, με τη βοήθεια ενός προγράμματος συνεργασιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, η αξία των οποίων ενισχύεται ανάλογα με την πιθανότητα των μελλοντικών ιδιωτικοποιήσεων».

Η πρόταση αυτή αντιμετωπίστηκε, όπως αναφέρει ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, με «εκκωφαντική σιωπή», και λίγες μέρες αργότερα ήρθε η επιβολή αυτού του σχεδίου Treuhand, πετώντας την ελληνική πρόταση στον κάλαθο των αχρήστων, όπου παραμένει εκεί, για να την ανακτήσουν άλλοι»…


Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
Share on Google Plus

About Unknown

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου