“Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
είναι Κυριακή βράδυ και έκατσα να σου γράψω. Έγινε κάτι πολύ ωραίο και θέλω να στο πω γιατί όλο άσχημα σου γράφω. Άκου τι έγινε.
Την Παρασκευή στο σχολείο ήταν χάλια. Έμεινα πάλι μέσα στο διάλειμμα, παρόλο που ήθελα να βγω στην αυλή γιατί είχε πολύ ωραία μέρα και η Έλενα είχε φέρει τη μπάλα του βόλεϊ για να παίξουμε. Αλλά εγώ δεν μπορούσα και καθόμουν και τους κοίταζα να παίζουν. Γύρισα σπίτι πολύ στενοχωρημένος και πήγα στο δωμάτιο, γιατί η μαμά όλο με ρώταγε τι έχω και δεν ήθελα να της πω πάλι τα ίδια.
Ξάπλωσα και περίμενα να με πάρει ο ύπνος και όλο σκεφτόμουν τι θα γίνει μετά γιατί ήξερα ότι κάποιο κακό όνειρο θα δω πάλι σίγουρα. Εκεί που θα καθόμουν με το φως αναμμένο μπήκε μέσα ο μπαμπάς. Στην αρχή τον είδα και σκέφτηκα, «Ωχ, ξέρω τι θα μου πει τώρα, ότι είμαι μεγάλος άντρας και ότι οι άντρες δε φοβούνται το σκοτάδι» και τέτοια. Αλλά δεν έγινε αυτό.
Ο μπαμπάς έκατσε στο κρεβάτι, μου χάιδεψε τα μαλλιά και δεν με μάλωσε καθόλου για το αναμμένο φως, αλλά έβγαλε από την τσάντα του ένα βιβλίο και με ρώτησε αν έχω όρεξη να μου διαβάσει κάτι για να κοιμηθώ ωραία.
Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί μου το έλεγε αυτό, γιατί συνήθως η μαμά μου διάβαζε παραμύθια όταν ήμουν πιο μικρούλης, ο μπαμπάς ποτέ. Μου έκανε πολύ εντύπωση, οπότε του είπα, «Ναι». Και αυτός άρχισε να μου διαβάζει και ήταν απίστευτο.
Ήταν πολλές ιστορίες από παιδιά που φοβούνταν και αυτά να πάνε στο σχολείο, ή ήξεραν κάποιο άλλο παιδί που φοβόταν και γι’ αυτό έκατσαν και το κουβέντιασαν μεταξύ τους και έγραψαν αυτό το βιβλίο με τα ωραία παραμύθια. Και όσο ο μπαμπάς μου διάβαζε τόσο χαιρόμουν γιατί είπα ότι δεν είμαι μόνο εγώ που φοβάμαι να κατέβω στο διάλειμμα με τα αγόρια των μεγαλύτερων τάξεων, που φοβάμαι να περάσω από τις τουαλέτες ή το κυλικείο, που έχω πει ψέματα στους γονείς μου ότι τα γυαλιά έσπασαν επειδή έπεσαν στο δρόμο.
Και μετά έγινε κάτι τέλειο. Εκεί που σκέφτηκα ότι ο μπαμπάς θα με μάλωνε αυτός με πήρε αγκαλιά και μου είπε, «Δεν πειράζει να κλαίμε που και που, και εγώ το κάνω όταν είμαι πολύ στενοχωρημένος ή πολύ χαρούμενος και εσύ μάλλον τώρα είσαι και τα δύο, άρα κλάψε όσο θέλεις». Και γελάσαμε μαζί και δεν είδα ούτε ένα κακό όνειρο εκείνο το βράδυ.”
Κλείνουμε την πόρτα στο φόβο και την ανοίγουμε στην αγάπη με την ειδική έκδοση «Διώξε τον Φόβο σου με ένα παραμύθι» από τα Public. Το βιβλίο γράφτηκε από παιδιά στα πλαίσια του Προγράμματος Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και διανέμεται δωρεάν με αγορές σχολικών για τις τάξεις του Δημοτικού. Ο σχολικός εκφοβισμός μας αφορά όλους!
είναι Κυριακή βράδυ και έκατσα να σου γράψω. Έγινε κάτι πολύ ωραίο και θέλω να στο πω γιατί όλο άσχημα σου γράφω. Άκου τι έγινε.
Την Παρασκευή στο σχολείο ήταν χάλια. Έμεινα πάλι μέσα στο διάλειμμα, παρόλο που ήθελα να βγω στην αυλή γιατί είχε πολύ ωραία μέρα και η Έλενα είχε φέρει τη μπάλα του βόλεϊ για να παίξουμε. Αλλά εγώ δεν μπορούσα και καθόμουν και τους κοίταζα να παίζουν. Γύρισα σπίτι πολύ στενοχωρημένος και πήγα στο δωμάτιο, γιατί η μαμά όλο με ρώταγε τι έχω και δεν ήθελα να της πω πάλι τα ίδια.
Ξάπλωσα και περίμενα να με πάρει ο ύπνος και όλο σκεφτόμουν τι θα γίνει μετά γιατί ήξερα ότι κάποιο κακό όνειρο θα δω πάλι σίγουρα. Εκεί που θα καθόμουν με το φως αναμμένο μπήκε μέσα ο μπαμπάς. Στην αρχή τον είδα και σκέφτηκα, «Ωχ, ξέρω τι θα μου πει τώρα, ότι είμαι μεγάλος άντρας και ότι οι άντρες δε φοβούνται το σκοτάδι» και τέτοια. Αλλά δεν έγινε αυτό.
Ο μπαμπάς έκατσε στο κρεβάτι, μου χάιδεψε τα μαλλιά και δεν με μάλωσε καθόλου για το αναμμένο φως, αλλά έβγαλε από την τσάντα του ένα βιβλίο και με ρώτησε αν έχω όρεξη να μου διαβάσει κάτι για να κοιμηθώ ωραία.
Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί μου το έλεγε αυτό, γιατί συνήθως η μαμά μου διάβαζε παραμύθια όταν ήμουν πιο μικρούλης, ο μπαμπάς ποτέ. Μου έκανε πολύ εντύπωση, οπότε του είπα, «Ναι». Και αυτός άρχισε να μου διαβάζει και ήταν απίστευτο.
Ήταν πολλές ιστορίες από παιδιά που φοβούνταν και αυτά να πάνε στο σχολείο, ή ήξεραν κάποιο άλλο παιδί που φοβόταν και γι’ αυτό έκατσαν και το κουβέντιασαν μεταξύ τους και έγραψαν αυτό το βιβλίο με τα ωραία παραμύθια. Και όσο ο μπαμπάς μου διάβαζε τόσο χαιρόμουν γιατί είπα ότι δεν είμαι μόνο εγώ που φοβάμαι να κατέβω στο διάλειμμα με τα αγόρια των μεγαλύτερων τάξεων, που φοβάμαι να περάσω από τις τουαλέτες ή το κυλικείο, που έχω πει ψέματα στους γονείς μου ότι τα γυαλιά έσπασαν επειδή έπεσαν στο δρόμο.
Και μετά έγινε κάτι τέλειο. Εκεί που σκέφτηκα ότι ο μπαμπάς θα με μάλωνε αυτός με πήρε αγκαλιά και μου είπε, «Δεν πειράζει να κλαίμε που και που, και εγώ το κάνω όταν είμαι πολύ στενοχωρημένος ή πολύ χαρούμενος και εσύ μάλλον τώρα είσαι και τα δύο, άρα κλάψε όσο θέλεις». Και γελάσαμε μαζί και δεν είδα ούτε ένα κακό όνειρο εκείνο το βράδυ.”
Κλείνουμε την πόρτα στο φόβο και την ανοίγουμε στην αγάπη με την ειδική έκδοση «Διώξε τον Φόβο σου με ένα παραμύθι» από τα Public. Το βιβλίο γράφτηκε από παιδιά στα πλαίσια του Προγράμματος Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και διανέμεται δωρεάν με αγορές σχολικών για τις τάξεις του Δημοτικού. Ο σχολικός εκφοβισμός μας αφορά όλους!
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου