Κάθε χρόνο υπάρχει ένα σηµαντικό ποσοστό παιδιών που απουσιάζουν συχνά από το σχολείο.
∆ιάφοροι πραγµατικοί και θεµιτοί λόγοι υποχρεώνουν αρκετά παιδιά να µη φοιτούν κανονικά στο σχολείο. Ανάµεσα σε αυτά τα παιδιά, υπάρχει ένα σηµαντικό ποσοστό που η άρνησή τους να πάνε στο σχολείο προχωρεί πολύ πιο πέρα από την απλή απροθυµία και τις διαµαρτυρίες τους προς τους γονείς. Οι συχνές απουσίες των παιδιών αυτών οφείλονται σε ποικίλα ψυχολογικά προβλήµατα.
Τα παιδιά αυτά δεν µπορούν να προσαρµοστούν στις απαιτήσεις του σχολικού περιβάλλοντος και αρνούνται επίµονα να πάνε στο σχολείο. Η σχολική φοβία ή πιο σωστά, η ονοµαζόµενη άρνηση στη σχολική φοίτηση, διαφωτίζει τις ψυχοσωµατικές προεκτάσεις των εφηβικών φόβων. Το νέο άτοµο, που αισθάνεται απελπισία και φόβο σχετικά µε κάποιο θέµα φοίτησης στο σχολείο, εµφανίζει σωµατικά συµπτώµατα για τα οποία δεν υπάρχει καµία ιατρική ερµηνεία.
Αυτά τα συµπτώµατα πάλι, έχουν την τάση να παρουσιάζονται µε διαφορετική µορφή κάθε φορά. Όλοι σχεδόν οι γονείς έχουν βρεθεί αντιµέτωποι µε κάποια περιστασιακή απροθυµία του παιδιού τους να πάει στο σχολείο, χωρίς όµως τελικά να δηµιουργηθεί πρόβληµα. Μέχρι και το 80% των κανονικών παιδιών παρουσιάζουν κάποια στιγµή στη σχολική τους ζωή δυσκολία να προσαρµοστούν στο σχολείο, µολονότι η πλειονότητα από αυτά καταλήγει να οµολογεί ότι ¨τους αρέσει το σχολείο¨ ή τουλάχιστον ότι ¨δεν τα πειράζει που πηγαίνουν στο σχολείο¨.
Αυτό που πρέπει να κάνουν οι γονείς, είναι να δείξουν υποµονή και µια στάση συµπαθητικής κατανόησης και συγχρόνως συνεπούς σταθερότητας στη συµπεριφορά τους. Όταν ένα παιδί παραπονιέται ότι δεν αισθάνεται καλά, ότι είναι άρρωστο, δεν είναι πάντα εύκολο να αποφασίσουµε αν πρέπει να το κρατήσουµε στο σπίτι ή όχι. Ένα πρώτο λογικό βήµα είναι να του βάλουµε θερµόµετρο για να δούµε αν έχει πυρετό και αν η θερµοκρασία του είναι πάνω από το φυσιολογικό, τότε πρέπει να µείνει στο σπίτι. Αν το παιδί δεν έχει πυρετό, οι γονείς του θα πρέπει να κρίνουν από την όψη του και από τα όσα ξέρουν για την προσωπικότητά του κατά πόσο προσποιείται ή όχι.
Αν οι γονείς διαπιστώσουν ‘ότι το παιδί προσποιείται, τότε πρέπει να προβούν µε διπλωµατικό τρόπο σε µια διερεύνηση της ζωής του στο σχολείο, γιατί έτσι µπορεί να ανακαλύψουν κάποια υπερευαισθησία ή φόβο του παιδιού που µπορεί εύκολα να ξεπεραστεί µε την υποστήριξη και ενθάρρυνση των γονέων ή πιθανώς µε δύο λόγια από το δάσκαλο.
Τυπικές αντιδράσεις – συµπτώµατα των σχολειοφοβικών παιδιών.
Όπως αναφέραµε και προηγουµένως, υπάρχει ένας αρκετά µεγάλος αριθµός παιδιών που η αποφασιστικότητά τους να µην πάνε σχολείο ξεπερνάει την απλή απροθυµία. Στυλώνουν τα πόδια και κανείς δεν µπορεί να τα µετακινήσει από την αµετάκλητη αυτή αρνητική τους απόφαση. Η κρίση της άρνησης του σχολείου όταν βρίσκεται στην πλήρη εξέλιξή της είναι σίγουρο ότι επηρεάζει όλη την οικογένεια.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια του πρωινού τις ηµέρες του σχολείου είναι σχεδόν σπαρακτικές. Οι γονείς εµφανίζουν ποικίλους βαθµούς ανησυχίας, θυµού ή απελπισµένης εγκαρτέρησης. Αν τα παιδιά έχουν ¨πεισθεί¨ ή πιεστεί για να πάνε στο σχολείο - 3 - συνήθως παρουσιάζουν σωµατικά δείγµατα υπερβολικού στρες. Τα παιδιά αυτά υποφέρουν από άγχος και σε σχέση µε πολλά άλλα ζητήµατα, άγχος το οποίο µετακινείται µια εδώ και µια εκεί και αλλάζει µορφή. Τα οργανικά συµπτώµατα που παρουσιάζουν επαναλαµβάνονται περιοδικά και κατά κανόνα εξαφανίζονται τα Σαββατοκύριακα και τις άλλες αργίες ή ακόµη αµέσως µόλις οι γονείς συµφωνήσουν να µείνει το παιδί στο σπίτι.
Τα οργανικά αυτά συµπτώµατα είναι συνήθως τα εξής: το παιδί είναι χλωµό και τρέµει, εµφανίζει συχνά την ανάγκη για ούρηση ή υποφέρει από διάρροια, παραπονιέται για σωµατική αδιαθεσία και µια ποικιλία από ασθένειες, ιδιαίτερα πόνους στην κοιλιά και πονοκεφάλους. Συνήθως απέχει από το φαγητό του, κυρίως το πρωινό, νιώθει ναυτία και παρουσιάζει κρίσεις εµετού. Προφανώς οι γονείς θα πρέπει να ελέγξουν τα σωµατικά αυτά συµπτώµατα και µε τη βοήθεια γιατρού, αλλά γενικότερα αποδεικνύεται ότι δεν έχουν οργανική βάση.
Επίσης, πολύ συχνά τα παιδιά αυτά, παράλληλα προς τα ψυχοσωµατικά συµπτώµατα, προβάλλουν και διάφορες αιτιάσεις κατά του σχολείου, όπως ότι ο δάσκαλος είναι κακός και άδικος, ότι τα µαθήµατα είναι ανιαρά ή δύσκολα, ότι οι συµµαθητές του τον δέρνουν τον απειλούν ή τον κοροϊδεύουν κ.ά.
Τα παιδιά αυτά βιώνουν όλο το σωµατικό και ψυχικό µαρτύριο µιας αγχώδους κρίσης, το οποίο δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγµατικό, επειδή οι γονείς τους νοµίζουν ότι οι φόβοι τους είναι παράλογοι ή φανταστικοί. ∆εν είναι επιλογή των παιδιών αυτών να µένουν µακριά από το σχολείο.
Η πραγµατικότητα είναι ότι νοιώθουν ότι δεν µπορούν να πάνε στο σχολείο εξαιτίας κάποιου υπερβολικά αποπνικτικού φόβου που νιώθουν για το σχολείο. Η σχολική φοβία είναι ένα είδος ψυχονεύρωσης που χαρακτηρίζεται από ένα έντονο ψυχικό άγχος, το οποίο δεν δικαιολογείται από τα πράγµατα. ∆εν θα πρέπει να συγχέουµε τη σχολική φοβία µε τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά όταν πρωτοπηγαίνουν στο σχολείο, οι οποίες είναι απολύτως φυσιολογικές δεδοµένου ότι το σχολικό περιβάλλον είναι κάτι το άγνωστο για το νεοσύλλεκτο µαθητή.
Οι αντιδράσεις αυτές, οι οποίες πηγάζουν από τον ενστικτώδη φόβο του παιδιού για το άγνωστο, υποχωρούν συνήθως µετά τις πρώτες εντυπώσεις. Επίσης δε θα πρέπει να συγχέουµε τη σχολική φοβία µε συγκεκριµένους και πραγµατικούς φόβους που εκδηλώνει το παιδί για το σχολείο όπως π.χ. φόβο για κάποιο συµµαθητή που απειλεί να το δείρει ή φόβο για κάποιο διαγώνισµα κ.ά.
Ακόµα δεν πρέπει να συγχέεται ο µαθητής µε σχολική φοβία µε το µαθητή ¨σκασιάρχη¨. Τα παιδιά µε σχολική φοβία έχουν τη συγκατάθεση των γονέων τους να µην πάνε σχολείο και να µείνουν σπίτι ενώ οι µαθητές – σκασιάρχες αποµακρύνονται από το σχολείο κρυφά από τους γονείς τους για να διασκεδάσουν. Το παιδί µε σχολική φοβία λυπάται που δεν µπορεί να πάει σχολείο.
Η άρνηση για σχολική φοίτηση εµφανίζεται συνήθως σταδιακά: µία ολοένα αυξανόµενη ένταση, ένα είδος ευερεθιστικότητας, νευρικότητας, ανήσυχος ύπνος, εµετοί και κοιλιακοί πόνοι προηγούνται τις πλήρους εκδήλωσης του προβλήµατος. Ξεκινώντας από την αρχική απροθυµία του παιδιού, συνοδευόµενη από ποικίλες δικαιολογίες και παράπονα, το πρόβληµα κλιµακώνεται σε µία κατηγορηµατική άρνηση να ξεκινήσει για το σχολείο. Η σχολική φοβία µπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε σηµείο της σχολικής φοίτησης.
Το µεγαλύτερο ποσοστό εµφανίζεται στη Β΄ τάξη του δηµοτικού και εµφανίζεται συχνότερα στα κορίτσια. Στις µέρες µας συνειδητοποιούµε όλο και περισσότερο ότι η επίµονη άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο είναι µια πραγµατική ψυχολογική διαταραχή και όχι απλά ένα πρόβληµα ηθικής τάξης ή πρόβληµα απειθαρχίας εκ µέρους του παιδιού. Μερικά παιδιά που αρνούνται να πάνε στο σχολείο, µπορεί στο βάθος να θέλουν πάρα πολύ να πάνε, αλλά διαπιστώνουν ότι απλά δεν µπορούν να το κάνουν πράξη. Τα παιδιά αυτά τα οποία παρουσιάζουν σχολική φοβία διακατέχονται από κάποιον έντονο παράλογο φόβο σχετικά µε κάποιες πτυχές της σχολικής ζωής.
Γενικό χαρακτηριστικό των αντιδράσεων φοβίας είναι το γεγονός ότι η έντασή τους είναι δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση µε την πραγµατική αγχογόνο κατάσταση. Η ψυχική αυτή διαταραχή, η οποία στην παιδική ηλικία εκδηλώνεται ως απέχθεια προς τι σχολείο, σε άλλες ηλικίες αργότερα, εκδηλώνεται ως φυγή από τις επαγγελµατικές ή άλλες υποχρεώσεις και δεσµεύσεις.
Πηγές και αιτίες σχολικής φοβίας
Αν ρωτήσουµε τα ίδια τα σχολειοφοβικά παιδιά να µας δώσουν κάποια εξήγηση, γιατί δεν µπορούν να πάνε στο σχολείο, αυτό που συνήθως αναφέρουν είναι ο φόβος τους µήπως πάθει κανένα κακό η µητέρα τους όσο αυτά λείπουν στο σχολείο. Βλέπουµε λοιπόν, ότι σε πολλές περιπτώσεις ο φόβος να αποχωριστεί τη µητέρα του οδηγεί το παιδί σε αυτή του τη συµπεριφορά. Όντως η σχολική φοβία θεωρείται ως µία οξεία εκδήλωση ενός µόνιµου άγχους αποχωρισµού από τη µητέρα.
Γνωρίζουµε ότι η έντονη συναισθηµατική σύνδεση που εµφανίζεται πολύ νωρίς στην ατοµική ζωή του παιδιού, µεταξύ του ίδιου και της µητέρας έχει τις ακόλουθες συνέπειες: από τον 7ο µέχρι τον 15ο µήνα της ζωής του το παιδί παρουσιάζει το άγχος του αποχωρισµού από τη µητέρα. Σε περιπτώσεις που η µητέρα είναι υπερπροστατευτική και δεσµευτική απέναντι στο παιδί, πιθανώς επειδή η ίδια νοιώθει έντονο ψυχικό κενό χωρίς το παιδί, το παιδί δεν ενθαρρύνεται να αποκτήσει αυτονοµία και πρωτοβουλίες και γίνεται εξαρτηµένο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το άγχος του αποχωρισµού δεν εξαφανίζεται µετά τον 18ο µήνα αλλά µονιµοποιείται και επαυξάνεται. Έτσι η φοίτηση στο σχολείο εκλαµβάνεται σε αυτές τις περιπτώσεις ως απειλή για τη στενή σχέση µητέρας – παιδιού και προκαλεί έντονο άγχος και ανασφάλεια τόσο στη µητέρα όσο και στο παιδί. Έτσι, το άγχος του αποχωρισµού µετατοπίζεται από την πραγµατική του αιτία, που είναι η αποµάκρυνση από το σπίτι, σε ένα ερέθισµα, που µέχρι πρότινος ήταν ουδέτερο, δηλαδή το σχολείο. Το παιδί από τη µεριά του δε θέλει να αφήσει τη µητέρα του µόνη της, γιατί φοβάται µήπως αυτή πάθει κανένα κακό όσο αυτό είναι στο σχολείο, ή επειδή εκείνη είναι άρρωστη ή πιθανόν επειδή υποφέρει από κάποια ψυχολογική κρίση π.χ. ένα συζυγικό πρόβληµα.
Μερικές από τις πηγές του παιδικού άγχους σε σχέση µε το σχολείο είναι: το µέγεθος του σχολείου, το άγχος των εξετάσεων, ο φόβος της αποτυχίας σε κάποιο µάθηµα, οι ταραγµένες σχέσεις µε το δάσκαλο και τους συµµαθητές, οι προσδοκίες και οι υπερβολικές πιέσεις των γονιών για την απόδοση των παιδιών τους κ.ά. Τα περισσότερα παιδιά καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες αυτές, χωρίς να φτάνουν να αρνούνται επίµονα να πάνε στο σχολείο. Ορισµένα όµως παιδιά κυριεύονται από το φόβο µήπως γελοιοποιηθούν ή µήπως κακοποιηθούν από τους συµµαθητές τους αλλά και από το φόβο της σχολικής αποτυχίας ή της αυστηρότητας του δασκάλου. Η σκληρή µεταχείριση από έναν καθηγητή στη διάρκεια του µαθήµατος µπορεί να προκαλέσει στο ευάλωτο παιδί τόσο το συναίσθηµα του φόβου, όσο και της ντροπής απέναντι στο δάσκαλο αλλά και στους συµµαθητές του.
Τα γεγονότα, τα οποία συνήθως προηγούνται της εκδήλωσης της σχολικής φοβίας είναι: η αλλαγή του σχολείου, η ασθένεια ή ο θάνατος του ενός γονέα, ασθένεια, ατύχηµα ή εγχείρηση του ίδιου του παιδιού που το αναγκάζει να νοσηλευτεί σε νοσοκοµείο ή να µείνει στο σπίτι για µεγάλο χρονικό διάστηµα, σύµπτωση της γέννησης του 2ου παιδιού της οικογένειας µε την έναρξη του σχολείου. Μερικά µαθήµατα π.χ. τα µαθηµατικά, είναι ¨ιεραρχικά¨ στη δοµή τους, γεγονός που σηµαίνει ότι το κάθε βήµα ακολουθεί λογικά και εξαρτάται από το προηγούµενο. Έτσι, ο µαθητής που χάνει µια σειρά µαθηµάτων, ίσως βρει δυσκολίες να τα παρακολουθήσει. Μαθήµατα όπως τα µαθηµατικά, τα οποία έτσι κι αλλιώς συνοδεύονται συχνά από αρνητικά συναισθήµατα, ίσως γίνουν το επίκεντρο έντονου άγχους για το ευαίσθητο παιδί.
Αντιµετώπιση της σχολικής φοβίας
Η είσοδος του παιδιού στο σχολείο το φέρνει αντιµέτωπο µε µια νέα πραγµατικότητα. Από το οικείο οικογενειακό περιβάλλον, περνά στο σχολικό περιβάλλον, µε όλες τις ευθύνες και υποχρεώσεις που συνεπάγεται µια τέτοια µετάβαση. Από τη µητέρα στο δάσκαλο και στην τάξη, όπου καλείται να λειτουργήσει ως άτοµο µέσα στη σχολική µικρογραφία της κοινωνίας. - 6 - Η µετάβαση αυτή βιώνεται έντονα από κάθε παιδί, πόσο µάλλον από ένα σχολειοφοβικό παιδί.
Η ευθύνη της οικογένειας και του σχολείου δεν περιορίζεται µόνο στην αντιµετώπιση των συµπτωµάτων της σχολειοφοβίας, αλλά και στην πρόληψη, στη δηµιουργία των κατάλληλων συνθηκών ώστε να µην εκδηλωθούν τα συµπτώµατα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ευθύνη δεν ανήκει στο ίδιο το παιδί. Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν αλλού µέσα στον πυρήνα της οικογένειας και τη δυναµική των σχέσεων των µελών της. Το παιδί απλά αποτελεί τον καθρέπτη των διαταραγµένων σχέσεων µέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον και το θύµα ενός εκπαιδευτικού συστήµατος που διακρίνεται για την ακαµψία του και την αδυναµία εξέλιξης.
Η σωστή αντιµετώπιση από την οικογένεια Α. Το κλίµα µέσα στην οικογένεια Η σχέση του παιδιού µε τους γονείς δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από αµοιβαία απόρριψη. Ο ρόλος του πατέρα δεν είναι δευτερεύων. Μέσα στο οικογενειακό σκηνικό η παρουσία του είναι καθοριστική για τα υπόλοιπα µέλη, το σπίτι και κυρίως το παιδί. Η αποµάκρυνσή του και η αποξένωση βιώνεται από το παιδί και ενισχύεται ο άρρηκτος δεσµός του µε την µητέρα. Η ύπαρξη ισορροπίας στις σχέσεις των µελών της οικογένειας είναι το βασικό στοιχείο για αρµονική ανάπτυξη της παιδικής προσωπικότητας. Η εκµετάλλευση του παιδιού ως αντικείµενο προς όφελος της µητέρας και οι αντιφατικές συµπεριφορές δεν πρέπει να έχουν θέση µέσα στην οικογένεια. Η δηµιουργία ενός κλίµατος αποδοχής και ασφάλειας πρέπει να είναι το σηµείο αναφοράς για κάθε οικογένεια.
Για τη σωστή ένταξη των παιδιών στο σχολικό περιβάλλον προϋποτίθεται η διασφάλιση της αυτονοµίας, της αποδοχής και της ασφάλειας, όπως αυτές παρέχονται και κατακτώνται µέσα από το οικογενειακό περιβάλλον. Η υπερπροστατευτική στάση από την πλευρά της µητέρας δεν ενδείκνυται για την προσαρµογή στο σχολείο. Η καλλιέργεια της αυτονοµίας και της θετικής εικόνας του εαυτού του παιδιού πρέπει να ξεκινήσουν µέσα στην οικογένεια από µικρή ηλικία.
Η µητέρα, τηρώντας µια υπερπροστατευτική στάση απέναντι στο παιδί, το ωθεί στην ανασφάλεια, στην αµφιβολία για τον εαυτό του και τις δυνατότητές του και στην αντιµετώπιση µε καχυποψία όλων των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή µαζί του. ∆υσπιστία απέναντι στα υπόλοιπα µέλη της οικογένειας, καχυποψία απέναντι στα πρόσωπα του έξω-οικογενειακού περιβάλλοντος και προσκόλληση προς τη µητέρα. Η ανάληψη πρωτοβουλιών, η ενθάρρυνση και η κατανόηση είναι τα βασικά στοιχεία που λειτουργούν θετικά για ένα σχολειοφοβικό παιδί.
Όλα αυτά, στα πλαίσια της οικογένειας, µέσα στην οποία πρέπει να τηρούνται κάποιοι βασικοί κανόνες από όλα τα µέλη της: • Είναι σηµαντικό να επικρατεί έναγενικότερο κλίµα ηρεµίας και να αντλούν τρυφερότητα και αγάπη από όλα τα µέλη ανεξαιρέτως. • Κάθε µέλος να εκφράζει τα συναισθήµατά του και να επικοινωνεί. Η ύπαρξη άλυτων προβληµάτων διαιωνίζει τη βαριά ατµόσφαιρα στην οικογένεια και διαταράσσει τις σχέσεις. Το σχολειοφοβικό παιδί βιώνει αυτόν τον φαύλο κύκλο ως απόρριψη από το περιβάλλον του και αντιδρά. • Σηµαντικός είναι ο ρόλος της επικοινωνίας, της συζήτησης, µέσα στην οικογένεια. Συζήτηση για τη λύση προβληµάτων αλλά και για τον καταµερισµό - 7 - των ευθυνών σε δουλειές του σπιτιού, οι οποίες πρέπει να είναι εξίσου µοιρασµένες σε όλα τα µέλη. Το παιδί αναγνωρίζει έτσι πως είναι µέλος της οικογενειακής οµάδας, πως έχει την ίδια αξία µε τα υπόλοιπα µέλη και πως µπορεί να απευθυνθεί σε αυτά για κάθε πρόβληµά του. • Εκείνο που αποζητά το κάθε παιδί µέσα στην οικογένεια, και έχει µεγαλύτερη ανάγκη ένα παιδί µε συµπτώµατα σχολειοφοβίας, είναι η αφιέρωση χρόνου προς το άτοµό του από τους γονείς.
Η απορρόφηση των γονέων από τις εργασιακές ή άλλες υποχρεώσεις και η αδυναµία τους να σταθούν κοντά στο παιδί, λόγω έλλειψης χρόνου βιώνεται σαν µαταίωση στο συναισθηµατικό τοµέα και σαν απόρριψη ενισχύοντας την εκδήλωση των συµπτωµάτων της σχολειοφοβίας. Οι γονείς οφείλουν να αφιερώσουν χρόνο στο παιδί καλύπτοντας τις συναισθηµατικές του ανάγκες και προσφέροντάς του την αποδοχή και τη στήριξη που χρειάζεται για να δοµήσει σωστά την εικόνα του εαυτού του. Β. Η προετοιµασία για το σχολείο Καθοριστικό ρόλο στην οµαλή ένταξη του παιδιού στο σχολείο παίζει η οικογένεια.
Οι ειδικοί, παιδαγωγοί και ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να αποδίδεται από την οικογένεια εξαιρετική έµφαση στο γεγονός της ένταξης, αλλά αυτό να παρουσιάζεται ως µια φυσική εξέλιξη, ώστε στο παιδί να µη δηµιουργούνται αισθήµατα φόβου για το σχολείο. Οι γονείς µε τον δικό τους τρόπο, πρέπει να παρουσιάζουν τα θετικά στοιχεία αυτής της µετάβασης από την οικογένεια στο σχολείο, τονίζοντας το γεγονός της απόκτησης νέων φίλων, το οποίο δηµιουργεί κίνητρα στο παιδί για να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση στη ζωή του. Το σχολείο να παρουσιάζεται όχι ως υποχρέωση του παιδιού και µάλιστα αναπόφευκτη αλλά ως βήµα προς τον κόσµο των ενηλίκων.
Οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπο µίµησης για το παιδί και η αποδοχή του σχολείου θα γίνει µε πιο εύκολο τρόπο αν από την αρχή του δηµιουργηθεί µια ξεκάθαρη εικόνα για το τι είναι το σχολείο και ποια η προσφορά του προς το παιδί. Οι ψυχολόγοι θεωρούν τον πρώτο µήνα προσαρµογής ως τον πλέον κρίσιµο. Συνιστάται στους γονείς, αφού έχει προηγηθεί η ψυχολογική προετοιµασία του παιδιού για την αλλαγή στη ζωή του, να το συνοδεύουν στο σχολείο τον πρώτο καιρνα ενδιαφέρονται για τα νέα, τις εµπειρίες και τις εντυπώσεις του.
Εξαιρετική προσοχή συνιστάται στο φυσιολογικό γονεϊκό άγχος για την ένταξη του παιδιού, τις µαθησιακές επιδόσεις και την κοινωνικοποίησή του. Είναι σηµαντικό να αποφευχθεί η µεταφορά του γονεϊκού άγχους προς το παιδί που µε τη σειρά του βιώνει το άγχος του αποχωρισµού και οδηγείται αναπόφευκτα στη σχολική άρνηση και κατ’ επέκταση στη σχολική φοβία.
Αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισµό του παιδιού έχει και η αδιαφορία των γονέων ή η εκδήλωση ενόχλησης από µέρους τους, λόγω του νέου προγράµµατός του. Είναι η στιγµή που το παιδί αποζητά τη στήριξη και τη συµπαράσταση σε αυτό το µεταβατικό στάδιο της ζωής του, µε αποτέλεσµα η αδιαφορία να βιώνεται ως µία ακόµα µορφή απόρριψης από το οικογενειακό περιβάλλον. Σχετικά µε την προετοιµασία του παιδιού στα νέα του καθήκοντα, τα µαθήµατα, η στάση των παιδαγωγών και των ψυχολόγων είναι κατηγορηµατική: η µελέτη και η προετοιµασία που γίνεται στο σπίτι, αποτελούν κρίσιµο σηµείο για τη διαµόρφωση της εικόνας του σχολείου και την προσαρµογή στο σχολικό περιβάλλον. Ωστόσο ο χειρισµός εκ µέρους των γονέων πρέπει να είναι προσεκτικός.
Οι γονείς δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να αναλαµβάνουν οι ίδιοι τις σχολικές εργασίες. Η αποκλειστική ευθύνη του διαβάσµατος ανήκει στο παιδί και αυτό πρέπει να γίνει σαφές από την αρχή. Η υποµονή και η διαθεσιµότητα πρέπει να χαρακτηρίζει τους γονείς, οι οποίοι πρέπει να αποφεύγουν το ρόλο του δασκάλου. Όλα αυτά είναι σηµαντικό να γίνονται χωρίς εντάσεις έτσι ώστε να µην φοβηθεί ή απογοητευθεί το παιδί από το σχολείο και τις απαιτήσεις που συνοδεύουν τη φοίτηση σε αυτό.
Παράλληλα το νέο πρόγραµµα του παιδιού δεν πρέπει να είναι υπερφορτωµένο, αλλά να συµπεριλαµβάνει το παιχνίδι που είναι τόσο σηµαντικό – από όλες τις απόψεις – για το παιδί της σχολικής ηλικίας. Η διαρκής επικοινωνία, η ενηµέρωση και η συνεργασία µεταξύ της οικογένειας και των δασκάλων επιβάλλεται, καθώς βοηθάει στη σωστή ένταξη του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον, στη διάγνωση τυχόν συµπτωµάτων και στην έγκαιρη αντιµετώπισή τους. Όταν το παιδί εµφανίσει την πρώτη αρνητική συµπεριφορά, θα πρέπει οι γονείς να προσπαθήσουν να το πείσουν να πάει στο σχολείο καθησυχάζοντάς το.
Χρειάζεται µεγάλη προσοχή από την πλευρά των γονιών, ώστε να καταλάβουν αν όντως το παιδί έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήµατα σχετικά µε τη σχολική φοίτηση. Αν οι προσπάθειες των γονιών µετά από αρκετά µεγάλο χρονικό διάστηµα δεν καταλήξουν σε θετικά αποτελέσµατα, τότε θα πρέπει να ακολουθήσει κάποια θεραπευτική αγωγή.
∆ιάφοροι πραγµατικοί και θεµιτοί λόγοι υποχρεώνουν αρκετά παιδιά να µη φοιτούν κανονικά στο σχολείο. Ανάµεσα σε αυτά τα παιδιά, υπάρχει ένα σηµαντικό ποσοστό που η άρνησή τους να πάνε στο σχολείο προχωρεί πολύ πιο πέρα από την απλή απροθυµία και τις διαµαρτυρίες τους προς τους γονείς. Οι συχνές απουσίες των παιδιών αυτών οφείλονται σε ποικίλα ψυχολογικά προβλήµατα.
Τα παιδιά αυτά δεν µπορούν να προσαρµοστούν στις απαιτήσεις του σχολικού περιβάλλοντος και αρνούνται επίµονα να πάνε στο σχολείο. Η σχολική φοβία ή πιο σωστά, η ονοµαζόµενη άρνηση στη σχολική φοίτηση, διαφωτίζει τις ψυχοσωµατικές προεκτάσεις των εφηβικών φόβων. Το νέο άτοµο, που αισθάνεται απελπισία και φόβο σχετικά µε κάποιο θέµα φοίτησης στο σχολείο, εµφανίζει σωµατικά συµπτώµατα για τα οποία δεν υπάρχει καµία ιατρική ερµηνεία.
Αυτά τα συµπτώµατα πάλι, έχουν την τάση να παρουσιάζονται µε διαφορετική µορφή κάθε φορά. Όλοι σχεδόν οι γονείς έχουν βρεθεί αντιµέτωποι µε κάποια περιστασιακή απροθυµία του παιδιού τους να πάει στο σχολείο, χωρίς όµως τελικά να δηµιουργηθεί πρόβληµα. Μέχρι και το 80% των κανονικών παιδιών παρουσιάζουν κάποια στιγµή στη σχολική τους ζωή δυσκολία να προσαρµοστούν στο σχολείο, µολονότι η πλειονότητα από αυτά καταλήγει να οµολογεί ότι ¨τους αρέσει το σχολείο¨ ή τουλάχιστον ότι ¨δεν τα πειράζει που πηγαίνουν στο σχολείο¨.
Αυτό που πρέπει να κάνουν οι γονείς, είναι να δείξουν υποµονή και µια στάση συµπαθητικής κατανόησης και συγχρόνως συνεπούς σταθερότητας στη συµπεριφορά τους. Όταν ένα παιδί παραπονιέται ότι δεν αισθάνεται καλά, ότι είναι άρρωστο, δεν είναι πάντα εύκολο να αποφασίσουµε αν πρέπει να το κρατήσουµε στο σπίτι ή όχι. Ένα πρώτο λογικό βήµα είναι να του βάλουµε θερµόµετρο για να δούµε αν έχει πυρετό και αν η θερµοκρασία του είναι πάνω από το φυσιολογικό, τότε πρέπει να µείνει στο σπίτι. Αν το παιδί δεν έχει πυρετό, οι γονείς του θα πρέπει να κρίνουν από την όψη του και από τα όσα ξέρουν για την προσωπικότητά του κατά πόσο προσποιείται ή όχι.
Αν οι γονείς διαπιστώσουν ‘ότι το παιδί προσποιείται, τότε πρέπει να προβούν µε διπλωµατικό τρόπο σε µια διερεύνηση της ζωής του στο σχολείο, γιατί έτσι µπορεί να ανακαλύψουν κάποια υπερευαισθησία ή φόβο του παιδιού που µπορεί εύκολα να ξεπεραστεί µε την υποστήριξη και ενθάρρυνση των γονέων ή πιθανώς µε δύο λόγια από το δάσκαλο.
Τυπικές αντιδράσεις – συµπτώµατα των σχολειοφοβικών παιδιών.
Όπως αναφέραµε και προηγουµένως, υπάρχει ένας αρκετά µεγάλος αριθµός παιδιών που η αποφασιστικότητά τους να µην πάνε σχολείο ξεπερνάει την απλή απροθυµία. Στυλώνουν τα πόδια και κανείς δεν µπορεί να τα µετακινήσει από την αµετάκλητη αυτή αρνητική τους απόφαση. Η κρίση της άρνησης του σχολείου όταν βρίσκεται στην πλήρη εξέλιξή της είναι σίγουρο ότι επηρεάζει όλη την οικογένεια.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια του πρωινού τις ηµέρες του σχολείου είναι σχεδόν σπαρακτικές. Οι γονείς εµφανίζουν ποικίλους βαθµούς ανησυχίας, θυµού ή απελπισµένης εγκαρτέρησης. Αν τα παιδιά έχουν ¨πεισθεί¨ ή πιεστεί για να πάνε στο σχολείο - 3 - συνήθως παρουσιάζουν σωµατικά δείγµατα υπερβολικού στρες. Τα παιδιά αυτά υποφέρουν από άγχος και σε σχέση µε πολλά άλλα ζητήµατα, άγχος το οποίο µετακινείται µια εδώ και µια εκεί και αλλάζει µορφή. Τα οργανικά συµπτώµατα που παρουσιάζουν επαναλαµβάνονται περιοδικά και κατά κανόνα εξαφανίζονται τα Σαββατοκύριακα και τις άλλες αργίες ή ακόµη αµέσως µόλις οι γονείς συµφωνήσουν να µείνει το παιδί στο σπίτι.
Τα οργανικά αυτά συµπτώµατα είναι συνήθως τα εξής: το παιδί είναι χλωµό και τρέµει, εµφανίζει συχνά την ανάγκη για ούρηση ή υποφέρει από διάρροια, παραπονιέται για σωµατική αδιαθεσία και µια ποικιλία από ασθένειες, ιδιαίτερα πόνους στην κοιλιά και πονοκεφάλους. Συνήθως απέχει από το φαγητό του, κυρίως το πρωινό, νιώθει ναυτία και παρουσιάζει κρίσεις εµετού. Προφανώς οι γονείς θα πρέπει να ελέγξουν τα σωµατικά αυτά συµπτώµατα και µε τη βοήθεια γιατρού, αλλά γενικότερα αποδεικνύεται ότι δεν έχουν οργανική βάση.
Επίσης, πολύ συχνά τα παιδιά αυτά, παράλληλα προς τα ψυχοσωµατικά συµπτώµατα, προβάλλουν και διάφορες αιτιάσεις κατά του σχολείου, όπως ότι ο δάσκαλος είναι κακός και άδικος, ότι τα µαθήµατα είναι ανιαρά ή δύσκολα, ότι οι συµµαθητές του τον δέρνουν τον απειλούν ή τον κοροϊδεύουν κ.ά.
Τα παιδιά αυτά βιώνουν όλο το σωµατικό και ψυχικό µαρτύριο µιας αγχώδους κρίσης, το οποίο δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγµατικό, επειδή οι γονείς τους νοµίζουν ότι οι φόβοι τους είναι παράλογοι ή φανταστικοί. ∆εν είναι επιλογή των παιδιών αυτών να µένουν µακριά από το σχολείο.
Η πραγµατικότητα είναι ότι νοιώθουν ότι δεν µπορούν να πάνε στο σχολείο εξαιτίας κάποιου υπερβολικά αποπνικτικού φόβου που νιώθουν για το σχολείο. Η σχολική φοβία είναι ένα είδος ψυχονεύρωσης που χαρακτηρίζεται από ένα έντονο ψυχικό άγχος, το οποίο δεν δικαιολογείται από τα πράγµατα. ∆εν θα πρέπει να συγχέουµε τη σχολική φοβία µε τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις που εκδηλώνουν τα παιδιά όταν πρωτοπηγαίνουν στο σχολείο, οι οποίες είναι απολύτως φυσιολογικές δεδοµένου ότι το σχολικό περιβάλλον είναι κάτι το άγνωστο για το νεοσύλλεκτο µαθητή.
Οι αντιδράσεις αυτές, οι οποίες πηγάζουν από τον ενστικτώδη φόβο του παιδιού για το άγνωστο, υποχωρούν συνήθως µετά τις πρώτες εντυπώσεις. Επίσης δε θα πρέπει να συγχέουµε τη σχολική φοβία µε συγκεκριµένους και πραγµατικούς φόβους που εκδηλώνει το παιδί για το σχολείο όπως π.χ. φόβο για κάποιο συµµαθητή που απειλεί να το δείρει ή φόβο για κάποιο διαγώνισµα κ.ά.
Ακόµα δεν πρέπει να συγχέεται ο µαθητής µε σχολική φοβία µε το µαθητή ¨σκασιάρχη¨. Τα παιδιά µε σχολική φοβία έχουν τη συγκατάθεση των γονέων τους να µην πάνε σχολείο και να µείνουν σπίτι ενώ οι µαθητές – σκασιάρχες αποµακρύνονται από το σχολείο κρυφά από τους γονείς τους για να διασκεδάσουν. Το παιδί µε σχολική φοβία λυπάται που δεν µπορεί να πάει σχολείο.
Η άρνηση για σχολική φοίτηση εµφανίζεται συνήθως σταδιακά: µία ολοένα αυξανόµενη ένταση, ένα είδος ευερεθιστικότητας, νευρικότητας, ανήσυχος ύπνος, εµετοί και κοιλιακοί πόνοι προηγούνται τις πλήρους εκδήλωσης του προβλήµατος. Ξεκινώντας από την αρχική απροθυµία του παιδιού, συνοδευόµενη από ποικίλες δικαιολογίες και παράπονα, το πρόβληµα κλιµακώνεται σε µία κατηγορηµατική άρνηση να ξεκινήσει για το σχολείο. Η σχολική φοβία µπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε σηµείο της σχολικής φοίτησης.
Το µεγαλύτερο ποσοστό εµφανίζεται στη Β΄ τάξη του δηµοτικού και εµφανίζεται συχνότερα στα κορίτσια. Στις µέρες µας συνειδητοποιούµε όλο και περισσότερο ότι η επίµονη άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο είναι µια πραγµατική ψυχολογική διαταραχή και όχι απλά ένα πρόβληµα ηθικής τάξης ή πρόβληµα απειθαρχίας εκ µέρους του παιδιού. Μερικά παιδιά που αρνούνται να πάνε στο σχολείο, µπορεί στο βάθος να θέλουν πάρα πολύ να πάνε, αλλά διαπιστώνουν ότι απλά δεν µπορούν να το κάνουν πράξη. Τα παιδιά αυτά τα οποία παρουσιάζουν σχολική φοβία διακατέχονται από κάποιον έντονο παράλογο φόβο σχετικά µε κάποιες πτυχές της σχολικής ζωής.
Γενικό χαρακτηριστικό των αντιδράσεων φοβίας είναι το γεγονός ότι η έντασή τους είναι δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση µε την πραγµατική αγχογόνο κατάσταση. Η ψυχική αυτή διαταραχή, η οποία στην παιδική ηλικία εκδηλώνεται ως απέχθεια προς τι σχολείο, σε άλλες ηλικίες αργότερα, εκδηλώνεται ως φυγή από τις επαγγελµατικές ή άλλες υποχρεώσεις και δεσµεύσεις.
Πηγές και αιτίες σχολικής φοβίας
Αν ρωτήσουµε τα ίδια τα σχολειοφοβικά παιδιά να µας δώσουν κάποια εξήγηση, γιατί δεν µπορούν να πάνε στο σχολείο, αυτό που συνήθως αναφέρουν είναι ο φόβος τους µήπως πάθει κανένα κακό η µητέρα τους όσο αυτά λείπουν στο σχολείο. Βλέπουµε λοιπόν, ότι σε πολλές περιπτώσεις ο φόβος να αποχωριστεί τη µητέρα του οδηγεί το παιδί σε αυτή του τη συµπεριφορά. Όντως η σχολική φοβία θεωρείται ως µία οξεία εκδήλωση ενός µόνιµου άγχους αποχωρισµού από τη µητέρα.
Γνωρίζουµε ότι η έντονη συναισθηµατική σύνδεση που εµφανίζεται πολύ νωρίς στην ατοµική ζωή του παιδιού, µεταξύ του ίδιου και της µητέρας έχει τις ακόλουθες συνέπειες: από τον 7ο µέχρι τον 15ο µήνα της ζωής του το παιδί παρουσιάζει το άγχος του αποχωρισµού από τη µητέρα. Σε περιπτώσεις που η µητέρα είναι υπερπροστατευτική και δεσµευτική απέναντι στο παιδί, πιθανώς επειδή η ίδια νοιώθει έντονο ψυχικό κενό χωρίς το παιδί, το παιδί δεν ενθαρρύνεται να αποκτήσει αυτονοµία και πρωτοβουλίες και γίνεται εξαρτηµένο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το άγχος του αποχωρισµού δεν εξαφανίζεται µετά τον 18ο µήνα αλλά µονιµοποιείται και επαυξάνεται. Έτσι η φοίτηση στο σχολείο εκλαµβάνεται σε αυτές τις περιπτώσεις ως απειλή για τη στενή σχέση µητέρας – παιδιού και προκαλεί έντονο άγχος και ανασφάλεια τόσο στη µητέρα όσο και στο παιδί. Έτσι, το άγχος του αποχωρισµού µετατοπίζεται από την πραγµατική του αιτία, που είναι η αποµάκρυνση από το σπίτι, σε ένα ερέθισµα, που µέχρι πρότινος ήταν ουδέτερο, δηλαδή το σχολείο. Το παιδί από τη µεριά του δε θέλει να αφήσει τη µητέρα του µόνη της, γιατί φοβάται µήπως αυτή πάθει κανένα κακό όσο αυτό είναι στο σχολείο, ή επειδή εκείνη είναι άρρωστη ή πιθανόν επειδή υποφέρει από κάποια ψυχολογική κρίση π.χ. ένα συζυγικό πρόβληµα.
Μερικές από τις πηγές του παιδικού άγχους σε σχέση µε το σχολείο είναι: το µέγεθος του σχολείου, το άγχος των εξετάσεων, ο φόβος της αποτυχίας σε κάποιο µάθηµα, οι ταραγµένες σχέσεις µε το δάσκαλο και τους συµµαθητές, οι προσδοκίες και οι υπερβολικές πιέσεις των γονιών για την απόδοση των παιδιών τους κ.ά. Τα περισσότερα παιδιά καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες αυτές, χωρίς να φτάνουν να αρνούνται επίµονα να πάνε στο σχολείο. Ορισµένα όµως παιδιά κυριεύονται από το φόβο µήπως γελοιοποιηθούν ή µήπως κακοποιηθούν από τους συµµαθητές τους αλλά και από το φόβο της σχολικής αποτυχίας ή της αυστηρότητας του δασκάλου. Η σκληρή µεταχείριση από έναν καθηγητή στη διάρκεια του µαθήµατος µπορεί να προκαλέσει στο ευάλωτο παιδί τόσο το συναίσθηµα του φόβου, όσο και της ντροπής απέναντι στο δάσκαλο αλλά και στους συµµαθητές του.
Τα γεγονότα, τα οποία συνήθως προηγούνται της εκδήλωσης της σχολικής φοβίας είναι: η αλλαγή του σχολείου, η ασθένεια ή ο θάνατος του ενός γονέα, ασθένεια, ατύχηµα ή εγχείρηση του ίδιου του παιδιού που το αναγκάζει να νοσηλευτεί σε νοσοκοµείο ή να µείνει στο σπίτι για µεγάλο χρονικό διάστηµα, σύµπτωση της γέννησης του 2ου παιδιού της οικογένειας µε την έναρξη του σχολείου. Μερικά µαθήµατα π.χ. τα µαθηµατικά, είναι ¨ιεραρχικά¨ στη δοµή τους, γεγονός που σηµαίνει ότι το κάθε βήµα ακολουθεί λογικά και εξαρτάται από το προηγούµενο. Έτσι, ο µαθητής που χάνει µια σειρά µαθηµάτων, ίσως βρει δυσκολίες να τα παρακολουθήσει. Μαθήµατα όπως τα µαθηµατικά, τα οποία έτσι κι αλλιώς συνοδεύονται συχνά από αρνητικά συναισθήµατα, ίσως γίνουν το επίκεντρο έντονου άγχους για το ευαίσθητο παιδί.
Αντιµετώπιση της σχολικής φοβίας
Η είσοδος του παιδιού στο σχολείο το φέρνει αντιµέτωπο µε µια νέα πραγµατικότητα. Από το οικείο οικογενειακό περιβάλλον, περνά στο σχολικό περιβάλλον, µε όλες τις ευθύνες και υποχρεώσεις που συνεπάγεται µια τέτοια µετάβαση. Από τη µητέρα στο δάσκαλο και στην τάξη, όπου καλείται να λειτουργήσει ως άτοµο µέσα στη σχολική µικρογραφία της κοινωνίας. - 6 - Η µετάβαση αυτή βιώνεται έντονα από κάθε παιδί, πόσο µάλλον από ένα σχολειοφοβικό παιδί.
Η ευθύνη της οικογένειας και του σχολείου δεν περιορίζεται µόνο στην αντιµετώπιση των συµπτωµάτων της σχολειοφοβίας, αλλά και στην πρόληψη, στη δηµιουργία των κατάλληλων συνθηκών ώστε να µην εκδηλωθούν τα συµπτώµατα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ευθύνη δεν ανήκει στο ίδιο το παιδί. Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν αλλού µέσα στον πυρήνα της οικογένειας και τη δυναµική των σχέσεων των µελών της. Το παιδί απλά αποτελεί τον καθρέπτη των διαταραγµένων σχέσεων µέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον και το θύµα ενός εκπαιδευτικού συστήµατος που διακρίνεται για την ακαµψία του και την αδυναµία εξέλιξης.
Η σωστή αντιµετώπιση από την οικογένεια Α. Το κλίµα µέσα στην οικογένεια Η σχέση του παιδιού µε τους γονείς δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από αµοιβαία απόρριψη. Ο ρόλος του πατέρα δεν είναι δευτερεύων. Μέσα στο οικογενειακό σκηνικό η παρουσία του είναι καθοριστική για τα υπόλοιπα µέλη, το σπίτι και κυρίως το παιδί. Η αποµάκρυνσή του και η αποξένωση βιώνεται από το παιδί και ενισχύεται ο άρρηκτος δεσµός του µε την µητέρα. Η ύπαρξη ισορροπίας στις σχέσεις των µελών της οικογένειας είναι το βασικό στοιχείο για αρµονική ανάπτυξη της παιδικής προσωπικότητας. Η εκµετάλλευση του παιδιού ως αντικείµενο προς όφελος της µητέρας και οι αντιφατικές συµπεριφορές δεν πρέπει να έχουν θέση µέσα στην οικογένεια. Η δηµιουργία ενός κλίµατος αποδοχής και ασφάλειας πρέπει να είναι το σηµείο αναφοράς για κάθε οικογένεια.
Για τη σωστή ένταξη των παιδιών στο σχολικό περιβάλλον προϋποτίθεται η διασφάλιση της αυτονοµίας, της αποδοχής και της ασφάλειας, όπως αυτές παρέχονται και κατακτώνται µέσα από το οικογενειακό περιβάλλον. Η υπερπροστατευτική στάση από την πλευρά της µητέρας δεν ενδείκνυται για την προσαρµογή στο σχολείο. Η καλλιέργεια της αυτονοµίας και της θετικής εικόνας του εαυτού του παιδιού πρέπει να ξεκινήσουν µέσα στην οικογένεια από µικρή ηλικία.
Η µητέρα, τηρώντας µια υπερπροστατευτική στάση απέναντι στο παιδί, το ωθεί στην ανασφάλεια, στην αµφιβολία για τον εαυτό του και τις δυνατότητές του και στην αντιµετώπιση µε καχυποψία όλων των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή µαζί του. ∆υσπιστία απέναντι στα υπόλοιπα µέλη της οικογένειας, καχυποψία απέναντι στα πρόσωπα του έξω-οικογενειακού περιβάλλοντος και προσκόλληση προς τη µητέρα. Η ανάληψη πρωτοβουλιών, η ενθάρρυνση και η κατανόηση είναι τα βασικά στοιχεία που λειτουργούν θετικά για ένα σχολειοφοβικό παιδί.
Όλα αυτά, στα πλαίσια της οικογένειας, µέσα στην οποία πρέπει να τηρούνται κάποιοι βασικοί κανόνες από όλα τα µέλη της: • Είναι σηµαντικό να επικρατεί έναγενικότερο κλίµα ηρεµίας και να αντλούν τρυφερότητα και αγάπη από όλα τα µέλη ανεξαιρέτως. • Κάθε µέλος να εκφράζει τα συναισθήµατά του και να επικοινωνεί. Η ύπαρξη άλυτων προβληµάτων διαιωνίζει τη βαριά ατµόσφαιρα στην οικογένεια και διαταράσσει τις σχέσεις. Το σχολειοφοβικό παιδί βιώνει αυτόν τον φαύλο κύκλο ως απόρριψη από το περιβάλλον του και αντιδρά. • Σηµαντικός είναι ο ρόλος της επικοινωνίας, της συζήτησης, µέσα στην οικογένεια. Συζήτηση για τη λύση προβληµάτων αλλά και για τον καταµερισµό - 7 - των ευθυνών σε δουλειές του σπιτιού, οι οποίες πρέπει να είναι εξίσου µοιρασµένες σε όλα τα µέλη. Το παιδί αναγνωρίζει έτσι πως είναι µέλος της οικογενειακής οµάδας, πως έχει την ίδια αξία µε τα υπόλοιπα µέλη και πως µπορεί να απευθυνθεί σε αυτά για κάθε πρόβληµά του. • Εκείνο που αποζητά το κάθε παιδί µέσα στην οικογένεια, και έχει µεγαλύτερη ανάγκη ένα παιδί µε συµπτώµατα σχολειοφοβίας, είναι η αφιέρωση χρόνου προς το άτοµό του από τους γονείς.
Η απορρόφηση των γονέων από τις εργασιακές ή άλλες υποχρεώσεις και η αδυναµία τους να σταθούν κοντά στο παιδί, λόγω έλλειψης χρόνου βιώνεται σαν µαταίωση στο συναισθηµατικό τοµέα και σαν απόρριψη ενισχύοντας την εκδήλωση των συµπτωµάτων της σχολειοφοβίας. Οι γονείς οφείλουν να αφιερώσουν χρόνο στο παιδί καλύπτοντας τις συναισθηµατικές του ανάγκες και προσφέροντάς του την αποδοχή και τη στήριξη που χρειάζεται για να δοµήσει σωστά την εικόνα του εαυτού του. Β. Η προετοιµασία για το σχολείο Καθοριστικό ρόλο στην οµαλή ένταξη του παιδιού στο σχολείο παίζει η οικογένεια.
Οι ειδικοί, παιδαγωγοί και ψυχολόγοι υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να αποδίδεται από την οικογένεια εξαιρετική έµφαση στο γεγονός της ένταξης, αλλά αυτό να παρουσιάζεται ως µια φυσική εξέλιξη, ώστε στο παιδί να µη δηµιουργούνται αισθήµατα φόβου για το σχολείο. Οι γονείς µε τον δικό τους τρόπο, πρέπει να παρουσιάζουν τα θετικά στοιχεία αυτής της µετάβασης από την οικογένεια στο σχολείο, τονίζοντας το γεγονός της απόκτησης νέων φίλων, το οποίο δηµιουργεί κίνητρα στο παιδί για να αποδεχτεί τη νέα κατάσταση στη ζωή του. Το σχολείο να παρουσιάζεται όχι ως υποχρέωση του παιδιού και µάλιστα αναπόφευκτη αλλά ως βήµα προς τον κόσµο των ενηλίκων.
Οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπο µίµησης για το παιδί και η αποδοχή του σχολείου θα γίνει µε πιο εύκολο τρόπο αν από την αρχή του δηµιουργηθεί µια ξεκάθαρη εικόνα για το τι είναι το σχολείο και ποια η προσφορά του προς το παιδί. Οι ψυχολόγοι θεωρούν τον πρώτο µήνα προσαρµογής ως τον πλέον κρίσιµο. Συνιστάται στους γονείς, αφού έχει προηγηθεί η ψυχολογική προετοιµασία του παιδιού για την αλλαγή στη ζωή του, να το συνοδεύουν στο σχολείο τον πρώτο καιρνα ενδιαφέρονται για τα νέα, τις εµπειρίες και τις εντυπώσεις του.
Εξαιρετική προσοχή συνιστάται στο φυσιολογικό γονεϊκό άγχος για την ένταξη του παιδιού, τις µαθησιακές επιδόσεις και την κοινωνικοποίησή του. Είναι σηµαντικό να αποφευχθεί η µεταφορά του γονεϊκού άγχους προς το παιδί που µε τη σειρά του βιώνει το άγχος του αποχωρισµού και οδηγείται αναπόφευκτα στη σχολική άρνηση και κατ’ επέκταση στη σχολική φοβία.
Αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισµό του παιδιού έχει και η αδιαφορία των γονέων ή η εκδήλωση ενόχλησης από µέρους τους, λόγω του νέου προγράµµατός του. Είναι η στιγµή που το παιδί αποζητά τη στήριξη και τη συµπαράσταση σε αυτό το µεταβατικό στάδιο της ζωής του, µε αποτέλεσµα η αδιαφορία να βιώνεται ως µία ακόµα µορφή απόρριψης από το οικογενειακό περιβάλλον. Σχετικά µε την προετοιµασία του παιδιού στα νέα του καθήκοντα, τα µαθήµατα, η στάση των παιδαγωγών και των ψυχολόγων είναι κατηγορηµατική: η µελέτη και η προετοιµασία που γίνεται στο σπίτι, αποτελούν κρίσιµο σηµείο για τη διαµόρφωση της εικόνας του σχολείου και την προσαρµογή στο σχολικό περιβάλλον. Ωστόσο ο χειρισµός εκ µέρους των γονέων πρέπει να είναι προσεκτικός.
Οι γονείς δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να αναλαµβάνουν οι ίδιοι τις σχολικές εργασίες. Η αποκλειστική ευθύνη του διαβάσµατος ανήκει στο παιδί και αυτό πρέπει να γίνει σαφές από την αρχή. Η υποµονή και η διαθεσιµότητα πρέπει να χαρακτηρίζει τους γονείς, οι οποίοι πρέπει να αποφεύγουν το ρόλο του δασκάλου. Όλα αυτά είναι σηµαντικό να γίνονται χωρίς εντάσεις έτσι ώστε να µην φοβηθεί ή απογοητευθεί το παιδί από το σχολείο και τις απαιτήσεις που συνοδεύουν τη φοίτηση σε αυτό.
Παράλληλα το νέο πρόγραµµα του παιδιού δεν πρέπει να είναι υπερφορτωµένο, αλλά να συµπεριλαµβάνει το παιχνίδι που είναι τόσο σηµαντικό – από όλες τις απόψεις – για το παιδί της σχολικής ηλικίας. Η διαρκής επικοινωνία, η ενηµέρωση και η συνεργασία µεταξύ της οικογένειας και των δασκάλων επιβάλλεται, καθώς βοηθάει στη σωστή ένταξη του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον, στη διάγνωση τυχόν συµπτωµάτων και στην έγκαιρη αντιµετώπισή τους. Όταν το παιδί εµφανίσει την πρώτη αρνητική συµπεριφορά, θα πρέπει οι γονείς να προσπαθήσουν να το πείσουν να πάει στο σχολείο καθησυχάζοντάς το.
Χρειάζεται µεγάλη προσοχή από την πλευρά των γονιών, ώστε να καταλάβουν αν όντως το παιδί έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήµατα σχετικά µε τη σχολική φοίτηση. Αν οι προσπάθειες των γονιών µετά από αρκετά µεγάλο χρονικό διάστηµα δεν καταλήξουν σε θετικά αποτελέσµατα, τότε θα πρέπει να ακολουθήσει κάποια θεραπευτική αγωγή.
ΑΝ σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε και μοιραστείτε το με τους
φίλους σας!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου