Ενα ζευγάρι αποτελείται από δύο άτομα τα οποία αναλαμβάνουν μία σοβαρή δέσμευση ο ένας απέναντι στον άλλο και μοιράζονται μεταξύ τους σημαντικές δραστηριότητες της ζωής (Joseph C. Zinker). Όταν, λοιπόν, δύο άτομα συναντιούνται και ερωτεύονται κινούνται από την πρωτογενή ανάγκη της συγχώνευσης, την επιθυμία τους να γίνουν ένα με κάποιον άλλο.
Σε αυτό το στάδιο, σχετιζόμαστε κυρίως μέσα από την προσωπική μας ερμηνεία για το τι είναι ο άλλος, εξιδανικεύουμε τη διαφορετικότητά του και εκθειάζουμε τη συμπληρωματικότητά του ως προς εμάς. «Είμαστε ένα», «Χωρίς εσένα, νιώθω μισός/ή», «Συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο», «Είσαι το άλλο μου μισό», «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα». Σε αυτές τις χαρακτηριστικές φράσεις που ακούγονται στα πρώτα στάδια μίας σχέσης, συνοψίζεται η πρωταρχική ανάγκη για συνένωση, για να νιώσουμε «ολόκληροι».
Σταδιακά, όμως, καθώς ο χρόνος περνά και η σχέση βαθαίνει, τότε αποκτούμε μία γνήσια περιέργεια να γνωρίσουμε ποιος πραγματικά είναι ο άλλος. Προοδευτικά επέρχεται η εξοικείωση με τον άλλο, η οικειότητα και η ενασχόληση με τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Σε αυτό το στάδιο, η διαφοροποίηση των μελών του ζευγαριού είναι αναμενόμενη και απαραίτητη. Το ζευγάρι αποκτά μεγαλύτερη επίγνωση των διαφορών του και ως εκ τούτου οι συγκρούσεις είναι αναμενόμενες.
Όχι τόσο λόγω της διαφορετικότητας όσο λόγω του φόβου της εγκατάλειψης, καθώς σε πολλούς ο διαχωρισμός συνεπάγεται και χωρισμό. Ωστόσο, η διαφοροποίηση είναι αναγκαία για να μπορέσει το άτομο να διατηρήσει τον εαυτό του, τα ατομικά όριά του, να κυνηγήσει την αυτοπραγμάτωση του χωρίς να κινδυνεύει να αφομοιωθεί από τη σχέση, αλλά αντίθετα να είναι σε θέση να την εμπλουτίσει, να την ενδυναμώσει και να την πυροδοτήσει.
Οι ισορροπημένες σχέσεις χαρακτηρίζονται από ένα ατέρμονο πήγαινε-έλα ανάμεσα στη συγχώνευση, στο «εμείς», και στην αυτονομία-τη διαφοροποίηση, στο «εγώ» μέσα στο «εμείς». Αυτή είναι και η απάντηση στο ερώτημα που ταλανίζει πολλούς «Πώς μπορώ να είμαι σε μία σχέση χωρίς να χάσω τον εαυτό μου;».
Στη φάση της εξοικείωσης και της διαφοροποίησης ξεκινούν συνήθως οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι καθώς και το αίσθημα ανίας και πλήξης, ανάλογα με τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός για το πώς θα «έπρεπε» να είναι οι σχέσεις, όπως αυτές έχουν βιωθεί στην οικογένεια καταγωγής τους˙ στον πρωταρχικό δεσμό με τη μητέρα, καθώς και στο ζευγάρι των γονέων.
Είναι τότε που το διαφορετικό, το οποίο κάποτε ερωτευτήκαμε και αποτελούσε πηγή διέγερσης, παίρνει τη μορφή καρικατούρας˙ ο εξωστρεφής και ο κοινωνικός τώρα γίνεται «φαφλατάς», «πολυλογάς». Τα συμπληρωματικά χαρακτηριστικά του άλλου, που κάποτε εκθειάζαμε και λατρεύαμε, τώρα γίνονται ενοχλητικά και πηγή δυσφορίας και εκνευρισμού.
Έτσι, αρχίζουν οι ατέρμονες συζητήσεις, οι διαρκείς συγκρούσεις, καθώς και οι επαναδιαπραγματεύσεις όλων των άλυτων και ανοιχτών υποθέσεων του ζευγαριού, καθώς και της ίδιας της σχέσης˙ αν θα συνεχίσει να υφίσταται ή όχι. Επιπλέον, τότε, τα όρια του ζευγαριού γίνονται διαπερατά και είναι εύκολο το ζευγάρι να δεχθεί την επίδραση του κοινωνικού περίγυρου, η οποία ενδέχεται να εντείνει την σύγχυση παρά να βοηθήσει με ουσιαστικό τρόπο προς τη γεφύρωση των διαφορών.
Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα των συγκρούσεων και των αντιπαραθέσεων, το ζευγάρι κάνει ένα σημαντικό σφάλμα˙ ξεχνά το «κοινό έδαφός» του, τι ήταν αυτό που τους έφερε κοντά και τους ένωσε-ενδιαφέροντα, αξίες, πεποιθήσεις, τρόπος σκέψης-, ώστε να αναλάβουν ο καθένας την προσωπική ευθύνη της δέσμευσης και του μοιράσματος. Οπότε, μετά από κάθε καβγά ή όταν βιώνετε ένταση για το σύντροφο σας αφιερώστε λίγο χρόνο να θυμηθείτε πώς γνωριστήκατε, τι σας άρεσε στον άλλο, τι σας άρεσε να κάνετε όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά μεταξύ σας.
Σε μία μακρόχρονη σχέση είναι βοηθητικό:
Να εκτιμούμε ο ένας τις διαφορές του άλλου και να τις χρησιμοποιούμε για να εμπλουτίζουμε τον εαυτό μας και τη σχέση μας. Άλλωστε αυτές τις διαφορές ερωτευτήκαμε και από αυτές υποκινηθήκαμε για να εμπλακούμε σε σχέση με τον άλλο.
Να σεβόμαστε τα όρια του άλλου˙ την ανάγκη του για απομόνωση, για προσωπικό χώρο και χρόνο, καθώς και την προσωπική του προσπάθεια για αυτοπραγμάτωση.
Να μην προσπαθούμε να αλλάξουμε τον άλλο αλλά τον εαυτό μας. Με την πάροδο του χρόνου δεν αλλάζει μόνο ο άλλος, αλλά και εμείς, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον άλλο και τη σχέση μας μαζί του.
Σε μία σύγκρουση είναι χρήσιμο να είμαστε παρόντες: να ακούμε προσεκτικά τον άλλο και να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι λέει, αντί να εστιάζουμε την προσοχή μας και όλη μας την ενέργεια στη λίστα με κατηγορίες που έχουμε φτιάξει εναντίον του. Σε μία αντιπαράθεση είναι πιθανό εμείς να έχουμε άδικο, οπότε χρειάζεται να μάθουμε να αντέχουμε τη ματαίωση.
Να αντιληφθούμε ότι κάποια προβλήματα ενδεχομένως να είναι άλυτα. Σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται να τα αποδεχτούμε ως τέτοια και να μάθουμε να ζούμε με αυτά.
Να μάθουμε να προστατεύουμε την ακεραιότητα της σχέσης μας από εκείνους που την απειλούν.
Και βέβαια, είναι σημαντικό να μάθουμε να εκτιμούμε τις στιγμές που συμφωνούμε, τις στιγμές που απολαμβάνουμε την ηρεμία στην αγκαλιά του συντρόφου μας, τις στιγμές που περνάμε καλά και διασκεδάζουμε.
Η Conte υποστηρίζει ότι για να υπάρξει μία βαθιά και μακροχρόνια σχέση θα πρέπει να υπάρχει σεβασμός για τη διαφορετικότητα και την προσωπική αυτονομία, αποδοχή της αντιπαράθεσης και της διαφορετικότητας, υπερνίκηση του φόβου εγκατάλειψης ή εισβολής του άλλου.
Αν σας άρεσε το άρθρο κοινοποιήστε το και μοιραστείτε το με τους φίλους σας!
Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου