Εκείνη, εργαζόμενη σε μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ (βλ. σχετική διαφήμιση εδώ) προσελήφθη στην εταιρεία ως μια απλή και ταπεινή ταμίας, αλλά, ως γνωστόν η ελεύθερη αγορά δίνει ευκαιρίες στους άξιους, οπότε και ανελίχθη σε διευθύντρια. (σ.σ. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για πραγματική εργαζόμενη που παίρνει μέρος στην εν λόγω διαφήμιση, πειθόμενη, με την θέλησή της ή εξαναγκαζόμενη – αν και καμία από τις τρεις περιπτώσεις δεν είναι αμελητέας σημασίας για τον τρόπο που λειτουργούν οι καπιταλιστικές εταιρείες – ή αν πρόκειται για άλλο πρόσωπο που υποδύεται αυτό το ρόλο).
Εκείνος, γιος φτωχού ανθρώπου του μεροκάματου, το οποίο βγαίνει (αν βγαίνει) μετά πολλών κόπων και βασάνων στη λαχαναγορά, βοηθάει τον πατέρα του και κουβαλάει καφάσια (βλ. εδώ )
Ξαφνικά τα καφάσια της λαχαναγοράς γίνονται ντάνες χαρτούρας και φακέλων, τα οποία κουβαλάει στους διαδρόμους μιας προφανώς μεγαλο – εταιρείας. Ε, ναι, η μεταπήδηση από τα καφάσια στους φακέλους είναι μια κάποια εξέλιξη, η οποία δεν σταματάει εδώ, διότι όπως προείπαμε ο καπιταλισμός είναι γεμάτος ευκαιρίες. Ετσι, λοιπόν, αυτός ο νέος, από κλητήρας γίνεται κάτι σαν… διευθυντής ή executive manager ή κάτι από όλα αυτά, τέλοσπάντων, τα εντυπωσιακά πλην όμως ακατανόητα ως τίτλοι και αρμοδιότητες, που κάνουν τους ανθρώπους να νομίζουν ότι κάτι σπουδαίο έγιναν και όχι δούλοι πολυτελείας (αν τελικά γίνουν αυτό και όχι απλοί κακοπληρωμένοι δούλοι) στα γρανάζια μιας πολυεθνικής.
Ότι η διαφήμιση ως κατά παραγγελία προϊόν εταιρειών και ομίλων λειτουργεί ως εργαλείο χειραγώγησης του απλού καταναλωτή δεν είναι κάτι καινούργιο. Εδώ, όμως, πρόκειται για κάτι άλλο. Πρόκειται για την απολύτως εκχυδαϊσμένη εξέλιξή της σε εργαλείο ατόφιου ιδεολογικού κανιβαλισμού στη συνείδηση μιας κοινωνίας, η ζωή της οποίας – σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο – κανιβαλίζεται, εξανδραποδίζεται, εξαθλιώνεται και εν τέλει πετιέται στον κάλαθο των άχρηστων, από αυτούς τους ίδιους τους εταιρικούς ομίλους, των οποίων οι διαφημίσεις τους περιγράφουν ως εργασιακούς παραδείσους.
Ετσι, λοιπόν, στην πρώτη περίπτωση, η ταμίας του σουπερμάρκετ δεν ξεροσταλιάζει οχτώ ώρες όρθια μέχρι λιποθυμίας, σε συνθήκες ανελέητης εντατικοποίησης της εργασίας. Και το πλήρες οχτάωρο είναι η «καλή» περίπτωση, διότι μπορεί να είναι και τετράωρο μερικής απασχόλησης, σε ώρες και μέρες, που ορίζονται από τα γούστα και τις ανάγκες του εργοδότη. Επίσης, δεν παίρνει μισθό πείνας, δεν δουλεύει Κυριακές, δεν υπάρχει εργοδοτικός έμμεσος ή άμεσος εκφοβισμός, δεν επιστρέφει σπίτι της κατάκοπη για να φροντίσει την οικογένειά της και τα παιδιά της. Αλλά, κι αν τα παθαίνει όλα αυτά, χαλάλι, διότι «και αυτή μπορεί» να γίνει μια μέρα διευθύντρια Τι είδους «διευθύντρια» όμως; Μια «διευθύντρια» καταστήματος, δηλαδή πάλι μια σκληρά εργαζόμενη, η διαφορά της οποίας από την ταμία, θα είναι ότι έχει ενδυθεί ένα «αξίωμα» ως μέλος της «Αγίας Οικογένειας»,με το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, εκφυλίζεται πρακτικά και συνειδησιακά σε μαντρόσκυλο της εταιρείας.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο νέος, γιος φτωχού βιοπαλαιστή, ανεβαίνει τη σκάλα της εργασιακής και κοινωνικής ιεραρχίας, διότι στον καπιταλισμό των ευκαιριών, το 50% ανεργίας για τους νέους, η φτηνή και ελαστική εργασία, οι εφεδρείες των χιλιάδων άνεργων, οι μισθοί – χαρτζιλίκια των 200 ευρώ, οι οικογένειες που δυσκολεύονται όχι μόνο να σπουδάσουν τα παιδιά τους, αλλά τώρα πια ακόμα και να τα στείλουν στο σχολείο, είναι απλώς ένα παραμύθι των κομμουνιστών. Εδώ, όμως, συμβαίνει και κάτι ακόμα: η διαφήμιση εργαλειοποιηθεί με απόλυτα χυδαίο τρόπο τη σχέση πατέρα – γιού. Δηλαδή, την αγωνία του πατέρα για το παιδί του, την αγωνία του παιδιού για μια ζωή αδιέξοδη και για να κάνει, εντέλει, αυτή τη σχέση, εργαλείο συνειδησιακής ύπνωσης και στραγγαλισμού των τηλεθεατών.
Ωραίο το παραμύθι σας, αλλά δεν έχει δράκο. Και ξέρετε γιατί δεν έχει δράκο. Διότι ο δράκος είναι ο εκείνος που κατασκευάζει τη διαφήμιση. Ο δράκος είναι ο ίδιος καπιταλισμός. Και αυτός δεν βρίσκεται στην σφαίρα των παραμυθιών, αλλά εδώ, στην αληθινή ζωή.
Εκείνος, γιος φτωχού ανθρώπου του μεροκάματου, το οποίο βγαίνει (αν βγαίνει) μετά πολλών κόπων και βασάνων στη λαχαναγορά, βοηθάει τον πατέρα του και κουβαλάει καφάσια (βλ. εδώ )
Ξαφνικά τα καφάσια της λαχαναγοράς γίνονται ντάνες χαρτούρας και φακέλων, τα οποία κουβαλάει στους διαδρόμους μιας προφανώς μεγαλο – εταιρείας. Ε, ναι, η μεταπήδηση από τα καφάσια στους φακέλους είναι μια κάποια εξέλιξη, η οποία δεν σταματάει εδώ, διότι όπως προείπαμε ο καπιταλισμός είναι γεμάτος ευκαιρίες. Ετσι, λοιπόν, αυτός ο νέος, από κλητήρας γίνεται κάτι σαν… διευθυντής ή executive manager ή κάτι από όλα αυτά, τέλοσπάντων, τα εντυπωσιακά πλην όμως ακατανόητα ως τίτλοι και αρμοδιότητες, που κάνουν τους ανθρώπους να νομίζουν ότι κάτι σπουδαίο έγιναν και όχι δούλοι πολυτελείας (αν τελικά γίνουν αυτό και όχι απλοί κακοπληρωμένοι δούλοι) στα γρανάζια μιας πολυεθνικής.
Ότι η διαφήμιση ως κατά παραγγελία προϊόν εταιρειών και ομίλων λειτουργεί ως εργαλείο χειραγώγησης του απλού καταναλωτή δεν είναι κάτι καινούργιο. Εδώ, όμως, πρόκειται για κάτι άλλο. Πρόκειται για την απολύτως εκχυδαϊσμένη εξέλιξή της σε εργαλείο ατόφιου ιδεολογικού κανιβαλισμού στη συνείδηση μιας κοινωνίας, η ζωή της οποίας – σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο – κανιβαλίζεται, εξανδραποδίζεται, εξαθλιώνεται και εν τέλει πετιέται στον κάλαθο των άχρηστων, από αυτούς τους ίδιους τους εταιρικούς ομίλους, των οποίων οι διαφημίσεις τους περιγράφουν ως εργασιακούς παραδείσους.
Ετσι, λοιπόν, στην πρώτη περίπτωση, η ταμίας του σουπερμάρκετ δεν ξεροσταλιάζει οχτώ ώρες όρθια μέχρι λιποθυμίας, σε συνθήκες ανελέητης εντατικοποίησης της εργασίας. Και το πλήρες οχτάωρο είναι η «καλή» περίπτωση, διότι μπορεί να είναι και τετράωρο μερικής απασχόλησης, σε ώρες και μέρες, που ορίζονται από τα γούστα και τις ανάγκες του εργοδότη. Επίσης, δεν παίρνει μισθό πείνας, δεν δουλεύει Κυριακές, δεν υπάρχει εργοδοτικός έμμεσος ή άμεσος εκφοβισμός, δεν επιστρέφει σπίτι της κατάκοπη για να φροντίσει την οικογένειά της και τα παιδιά της. Αλλά, κι αν τα παθαίνει όλα αυτά, χαλάλι, διότι «και αυτή μπορεί» να γίνει μια μέρα διευθύντρια Τι είδους «διευθύντρια» όμως; Μια «διευθύντρια» καταστήματος, δηλαδή πάλι μια σκληρά εργαζόμενη, η διαφορά της οποίας από την ταμία, θα είναι ότι έχει ενδυθεί ένα «αξίωμα» ως μέλος της «Αγίας Οικογένειας»,με το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, εκφυλίζεται πρακτικά και συνειδησιακά σε μαντρόσκυλο της εταιρείας.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο νέος, γιος φτωχού βιοπαλαιστή, ανεβαίνει τη σκάλα της εργασιακής και κοινωνικής ιεραρχίας, διότι στον καπιταλισμό των ευκαιριών, το 50% ανεργίας για τους νέους, η φτηνή και ελαστική εργασία, οι εφεδρείες των χιλιάδων άνεργων, οι μισθοί – χαρτζιλίκια των 200 ευρώ, οι οικογένειες που δυσκολεύονται όχι μόνο να σπουδάσουν τα παιδιά τους, αλλά τώρα πια ακόμα και να τα στείλουν στο σχολείο, είναι απλώς ένα παραμύθι των κομμουνιστών. Εδώ, όμως, συμβαίνει και κάτι ακόμα: η διαφήμιση εργαλειοποιηθεί με απόλυτα χυδαίο τρόπο τη σχέση πατέρα – γιού. Δηλαδή, την αγωνία του πατέρα για το παιδί του, την αγωνία του παιδιού για μια ζωή αδιέξοδη και για να κάνει, εντέλει, αυτή τη σχέση, εργαλείο συνειδησιακής ύπνωσης και στραγγαλισμού των τηλεθεατών.
Ωραίο το παραμύθι σας, αλλά δεν έχει δράκο. Και ξέρετε γιατί δεν έχει δράκο. Διότι ο δράκος είναι ο εκείνος που κατασκευάζει τη διαφήμιση. Ο δράκος είναι ο ίδιος καπιταλισμός. Και αυτός δεν βρίσκεται στην σφαίρα των παραμυθιών, αλλά εδώ, στην αληθινή ζωή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου